Αγία Ισαπόστολος Θέκλα
Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια στὸ Ἰκόνιο. Μνηστεύθηκε μὲ κάποιο νέο, τὸ Θάμυρη, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμελλε νὰ συζευχθεῖ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε στὸ Ἰκόνιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι ἐνὸς εὐσεβῆ ἄνδρα, τοῦ Ὀνησιφόρου, μετέπειτα ἀποστόλου († 7 Σεπτεμβρίου). Ἡ συνεχὴς προσέλευση στὸ θεῖο κήρυγμα προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τῆς Θέκλας. Καὶ κάποια νύκτα, μέσα στὸ ἀκροαζόμενο πλῆθος ἦταν καὶ αὐτή. Τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε τὴν τράβηξαν τόσο πολύ, ὥστε τὴν ἔκαναν νὰ ἐπανέλθει πολλὲς φορὲς νὰ ἀκούσει τὸν Ἀπ. Παῦλο.
Αὐτό, ὅμως, ὅταν τὸ ἔμαθαν ἡ μητέρα της καὶ ὁ μνηστήρας της, προκειμένου νὰ τὴν ἐπαναφέρουν στὴν εἰδωλολατρία συκοφάντησαν τὸν Ἀπ. Παῦλο, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἡγεμώνας Καστίλλιος νὰ τὸν φυλακίσει καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ ἡ Θέκλα εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Συγγενεῖς καὶ πρώην φίλοι της τὴν πολέμησαν ἀνελέητα. Αὐτὴ ὅμως, εἶχε στὴ θύμησή της τὰ λόγια τοῦ διδασκάλου τῆς Ἀπ. Παύλου: «Θύρα μοὶ ἀνέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί». Μοῦ ἀνοίχτηκε, δηλαδή, πόρτα μεγάλη, γιὰ καρποφόρα Ἱεραποστολικὴ δράση. Καὶ γι’ αὐτό, λόγω τοῦ φθόνου ποὺ ἔχει ὁ σατανᾶς γιὰ κάθε καλό, πολλοὶ καὶ τώρα παρουσιάζονται ἐνάντιοι καὶ πολέμιοι.
Τελικὰ ἡ Θέκλα στὴν πορεία τῆς Ἱεραποστολικῆς της δράσης πέρασε πολλὰ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποία, ὅμως, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκε ἄθικτη.
Πέθανε 90 χρονῶν σὲ κάποιο ὄρος τῆς Σελεύκειας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρὰ τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα· σὺ γὰρ τῆς εὐσεβείας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα· διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Ὁ Ὅσιος Κόπρις
Ἐπονομάσθηκε ἔτσι, διότι ἡ μητέρα του σὲ καιρὸ διωγμοῦ καὶ ἐπιδρομῆς βαρβάρων, ἐνῶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ νὰ φύγει, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ στὸ δρόμο καὶ γέννησε τὸν Ὅσιο πάνω σὲ κοπριά!
Ὁ Ὅσιος Κόπρις ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἐπὶ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά του, τὴν ἁγνότητά του καὶ τὴ σωφροσύνη του. Ἐπίσης ἦταν τύπος μεγάλης προθυμίας καὶ ταπεινοφροσύνης, καὶ ἔνιωθε μεγάλη εὐχαρίστηση ὅταν πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Καὶ ὅταν κανεὶς τοῦ ἔλεγε ὅτι ταπεινοφρονεῖ, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Πράγματι, πῶς νὰ μὴ ταπεινοφρονῶ; Ὁ τόπος ποὺ γεννήθηκα (δηλ. ἡ κοπριά) δείχνει τὴν ἀξία μου».
Ἔτσι ἔζησε καὶ πέθανε, πιστὸς πάντοτε, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν συνανθρώπων του. Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνύψωσε. Γιὰ τὴν πίστη του, τὴν διακονία του, τὴν ταπεινοφροσύνη του, δίκαια ἡ Ἐκκλησία τὸν κατάταξε στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων της.