Αφήσαμε
τη Μαρία
στο λάκκο
μες στα χώματα
που εμείς ρίχναμε.
Άσπρα κεφάλια λουλουδιών
φοβισμένα ξεμύτιζαν τα καημένα
δυο φορές,
δυο φορές πτώματα.
Όμορφα που ήταν τα λουλούδια!
Όμορφη μέρα κι ο κόσμος
προχωρούσε στη νύχτα
χωρίς να «γνωρίζει» κανέναν.
Σ’ αγάπησαν κι αγάπησες πολύ.
Πού πήγε τόση αγάπη;
Γιατί τέτοιος θάνατος;
Αφήσαμε τη Μαρία.
Σ’ αφήσαμε μόνη, τόσο μόνη
ευτυχώς δεν κατάλαβες.
«Μακριά από μας η μοναξιά» είπαμε.
Πήγαμε απέναντι για τον καφέ
και τα λοιπά.
Ένας φίλος έκλαιγε ακόμη
καθισμένος στον περίβολο
της σιωπηλής πόλης.
«Θέλω να τη δω», έλεγε.
«Δεν την είδα. Θέλω να τη δω».
Στους δρόμους που αγάπησε
και μίσησε ατέλειωτα
θα την ακούσεις,
θα τη γευτείς τα χαράματα
των εθνικών επετείων.
Θα πατάξει πάλι τον φασισμό
στους δρόμους
να τον λιώσουν οι σόλες μας.
Η φλόγα των ματιών της
άσβεστη
στα καντήλια των ψυχών μας.
Μαρία, νότες, μουσικές
κρέμονται στα κύτταρά σου.
Παιδί των εξόριστων
κι αδικημένων.
Φωτιά ορμητική
που τόσες φορές
πάνω σου έστρεψε ο άνεμος.
κι εσύ ξανά ... ξανά
με το ίδιο πάθος.
Ζωή λέγεται αυτό.
Σ’ αφήσαμε μόνη Μαρία,
Φύγαμε όλοι γι’ αλλού.