«Βεροιοτοπούλα δροσερή
παίρνει το στενορύμι
για της Μπαρμπούτας την πηγή
τη χιλιοπαινεμένη»
(Στέλιος Σβαρνόπουλος – 1974)
… Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη της γέφυρας, απέναντι από την παλιά είσοδο της Χάβρας. Πήραμε το δρόμο της Μπαρμπούτας και συνεχίσαμε παραποτάμια. Απολαμβάνουμε την οργιώδη βλάστηση του ποταμού και το χαρούμενο τραγούδι των πουλιών.
Κάτι όμως δεν πάει καλά. Πολύμορφα σκουπίδια μπερδεύονται στα πόδια μας λίγο προτού το αγεράκι τα οδηγήσει στην κοίτη του ποταμού.
«Από σκουπίδια πάντως σκίζετε…» πετιέται ειρωνικά ο νεότερος της παρέας. Κάποιος άλλος συμπληρώνει: «Κι όμως, ο τόπος εδώ είναι χάρμα ιδέσθαι!».
Κάνω πως δεν καταλαβαίνω και τους μιλώ για τα πανέμορφα παρτέρια και τα πλατάνια που θαρρείς πως βγαίνουν μέσα από το ποτάμι.
«Αρκεί να μη ξεχαστεί κανείς και θελήσει να στηριχθεί στα σαθρά προστατευτικά σας κάγκελα…» έρχεται από δίπλα μου η κακία για να χαλάσει τις εντυπώσεις. Κατά βάθος όμως έχει δίκιο. Τα κάγκελα μόλις και στέκονται όρθια. Τί να κάνουν όμως κι αυτά; Ποιός ξέρει πόσοι ακόμη δήμαρχοι θα περάσουν για να ανανεωθούν!
Ένας όγκος από μπετόν στην όχθη χαλάει τη διάθεση ολονών. «Ξέμεινε από τα έργα της αποχέτευσης», εξηγώ. Δεν πείθω εν τούτοις. Ένας μάλιστα χύνει το φαρμάκι του χωρίς επιφυλάξεις:
«Τί σας έφταιξε το ποτάμι και το φορτώσατε με τέτοιες ασχήμιες;».
Τα βήματά μας αισίως μας φέρνουν στο μπατάνι του Πασχάλη. Ενημερώνω: «Ήταν κάποτε αλευρόμυλος. Τώρα κανείς δεν αλέθει. Αντιθέτως, είναι πολλοί αυτοί που νοιάζονται για τα χαλιά τους και για τις φλοκάτες τους».
Καταλαβαίνω πως τώρα κερδίζω εντυπώσεις. Παίρνω θάρρος. Τους δείχνω στο ποτάμι κάποια βραχάκια που η κορυφή τους προεξέχει απ’ το νερό: «Από πέτρα σε πέτρα, θα περάσουμε το ποτάμι και θα πάμε απέναντι, στο φημισμένο κάποτε κιόσκι. Και από εκεί θα βρεθούμε στην άκρη της γέφυρας».
Ένας ηλικιωμένος που κρατά στο χέρι του αλυσοπρίονο, με επαναφέρει στην τάξη: «Μη βιάζεσθε. Η αντικρινή συστάδα με τους θάμνους που ετοιμάζομαι να κόψω, δεν αφήνει να περάσει ούτε σκύλος!».
Απογοητευμένος απευθύνομαι στο συμπαθή ξυλοκόπο: «Είσαι του δήμου; Ή μήπως της νομαρχίας;».
Δεν ήταν ούτε του δήμου, ούτε της νομαρχίας. Ήταν της γειτονιάς. Βαρέθηκε να περιμένει τους «αρμοδίους» να απαλλάξουν την περιοχή από τους θάμνους και τα κουνούπια που τους τρώνε χειμώνα-καλοκαίρι.
Το πέρασμα του Τριποτάμου, όπως το επιχειρούσα τότε που ήμουν μαθητής στο διπλανό σχολείο, δεν πραγματοποιήθηκε. Πήρα τους φίλους μου και τους οδήγησα πίσω, στη "Μαγική Μπαρμπούτα" που τραγούδησε κάποτε ο Σβαρνόπουλος.
Εκεί, με τη βοήθεια του πανέμορφου τοπίου, ξανακέρδισα τις χαμένες εντυπώσεις.
Βοήθησε φυσικά και το μεταβρασμένο τσίπουρο Βαρβάρας με τον ανάλογο μεζέ που μας προσέφερε ο συμπαθέστατος σερβιτόρος του καταστήματος.
Επίκαιρος