Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, στα χρόνια της μεταπολιτευτικής μας «μπελ επόκ», γιγαντώθηκε σε τρομερό βαθμό. Πανεπιστήμια, σχολές και τμήματα ξεφύτρωσαν σε κάθε νομό, όχι πάντοτε με κριτήρια εκπαιδευτικά. Η έλλειψη ορθολογιστικού σχεδιασμού στην εκπαίδευση συνοδεύτηκε από την επικράτηση του λαϊκισμού στη λειτουργία της. Κάτω από το μανδύα του εκδημοκρατισμού και της ψευτο-προοδευτικότητας, σταδιακά εξοβελίστηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας. Γενιές μαθητών γαλουχήθηκαν όχι με το πνεύμα της άμιλλας, ούτε ακόμη με την αγάπη για τη γνώση που ολοκληρώνει τον νέο άνθρωπο και τον μεταμορφώνει σε άξιο πολίτη, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας. Αντιθέτως, κυριάρχησαν οι λογικές της ήσσονος προσπάθειας και της απόλυτης ανοχής σε όλα.
Το αποτέλεσμα ήταν, σε σύντομο διάστημα, να περάσουμε από το συντηρητικό, ίσως και αυταρχικό, εκπαιδευτικό σύστημα σε ένα χαοτικό και αναποτελεσματικό. Ιδιαίτερα, η κατάσταση σε πολλά ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι πολύ απογοητευτική, αν και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι υπάρχουν αρκετές σχολές και τμήματα που λειτουργούν κατά παραδειγματικό τρόπο.
Οι εικόνες των πανεπιστημίων όπου βασιλεύει η ανομία και μικρές οργανωμένες ομάδες υπαγορεύουν τις παράλογες απαιτήσεις τους στους καθηγητές και στη διοίκηση των σχολών, είναι μοναδικές παγκοσμίως. Έχουμε φθάσει στο σημείο καθηγητές να διδάσκουν υπό την απειλή λεκτικής βίας, ενίοτε και σωματικής. Θυμίζω το πρόσφατο επεισόδιο εναντίον του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Νίκου Μαραντζίδη. Αυτά είναι, όμως, συμπτώματα μιας βαρύτατα νοσούσας κοινωνίας στα οποία οφείλουμε να βάλουμε ένα τέλος.
Κι όμως, τα φαινόμενα αυτά, που θα έπρεπε να ενώσουν επιτέλους τις πολιτικές δυνάμεις στην καταδίκη τους, εξακολουθούν να απολαμβάνουν της ανοχής ή και της επιδοκιμασίας, όχι μόνο από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά αλλά και από αυτή την ίδια την αξιωματική αντιπολίτευση. Διαπιστώνουμε ότι, δυστυχώς, συνεχίζει το ίδιο «βιολί» και υπερασπίζεται μανιωδώς όλες τις παθογένειες που μας κληρονόμησε η Μεταπολίτευση. Προτιμά να «χαϊδεύει» νεανικά αυτιά και να δικαιολογεί κάθε ακρότητα, ενώ αρκείται να ψελλίσει γενικές καταγγελίες, όταν τα πράγματα ξεφεύγουν. Δίνει «συγχωροχάρτι» στην πανεπιστημιακή, αλλά και στην εξω-πανεπιστημιακή ανομία, στην επιβολή των μειοψηφιών απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών. Εντέλει, αδιαφορεί εάν οι φτωχοί φοιτητές είναι οι πραγματικά ηττημένοι, καθώς χάνουν εξάμηνα από τη διαρκή «επαναστατική γυμναστική».
Το μοντέλο αυτό, όμως, έχει τελειώσει. Εάν δεν «ενηλικιωθούμε», εάν δεν προσαρμοστούμε στις ανάγκες των καιρών, τόσο το χειρότερο για όλους μας και κυρίως για τις νέες γενιές. Έστω και με καθυστέρηση ας τολμήσουμε τις αλλαγές αυτές που θα αναβαθμίσουν ουσιαστικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ώστε να καταστεί πιο αξιοκρατικό. Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις αντιδράσεις, έχουν ήδη γίνει, όπως η επαναλειτουργία των πρότυπων σχολείων και η προσπάθεια για τη διαγραφή δεκάδων χιλιάδων «αιώνιων» φοιτητών. Μένουν, όμως, να γίνουν ακόμη πολλά.
Κι ας δούμε, κάποια στιγμή, γύρω μας, τις άλλες χώρες πώς τα κατάφεραν να αποκτήσουν πανεπιστήμια με κύρος και προσελκύουν φοιτητές από το εξωτερικό. Είναι καιρός να ξεπεράσουμε το ταμπού της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, προχωρώντας στις απαιτούμενες αλλαγές, στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση. Όταν γύρω μας οι πάντες ιδρύουν ιδιωτικά πανεπιστήμια -στην Τουρκία, στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία ακόμη και στην Κύπρο- εμείς θα επιμένουμε να στρουθοκαμηλίζουμε; Ποιον συμφέρει η εκπαιδευτική μετανάστευση των νέων μας στο εξωτερικό; Πάντως όχι τους γονείς τους, που βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν όχι μόνο τα δίδακτρα, αλλά και τα έξοδα διαμονής, που είναι υπέρογκα.
*Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην αναπληρωτής υπουργός.