Στις 22 Αυγούστου 2014 πεθαίνει στη Θεσσαλονίκη ο διαπρύσιος κήρυκας της δημοτικής γλώσσας, ο οργανικός διανοούμενος του 20ού αιώνα, Εμμανουήλ Κριαράς. Ο Εμμανουήλ Κριαράς συνδέεται με τη Βέροια τουλάχιστον με δύο αφορμές. Θυμόμαστε έντονα το πέρασμά του από την πόλη μας, όταν ο Δήμος και η Δημοτική επιχείρηση πολιτισμού Βέροιας με το Σύλλογο «Οι φίλοι του Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας» διοργάνωσαν εκδήλωση (21-11-2007) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την εισαγωγή της νεοελληνικής γλώσσας στο δημόσιο βίο (1976/77-2007). H εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στον Εμμανουήλ Κριαρά, ομότιμο καθηγητή του Α.Π.Θ., ο οποίος παρά τον αιωνόβιο βίο του ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, μίλησε για την ιστορική εμπειρία του στο Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη και τους αγώνες στο ζήτημα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Για το έργο του είχαν μιλήσει ο Δημήτρης Λυπουρλής, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο Τάσος Καραναστάσης(†2010), λέκτορας του τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και ο Χρίστος Τσολάκης(†2012), ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ. Με το Χρίστο Τσολάκη συζητούσαν τότε και για το Μουσείο Εκπαίδευσης στη Βέροια. Πολλές φορές εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να γραφτεί μέλος του συλλόγου Φίλων του Μουσείου Εκπ/σης “ Χρίστος Τσολάκης”. Στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Αγγελάκη, ανάμεσα σε βιβλία, χαρτιά, στυλό, λεξικά, φωτογραφίες (κυρίως της συζύγου του), μια κλειστή (πάντα) τηλεόραση, λίγες εφημερίδες, λίγο πριν πεθάνει (Ιούλιος 2014) παρέδωσε στη χήρα του αείμνηστου καθηγητή, κ. Στάσα Τσολάκη, πλούσιο φωτογραφικό υλικό για να φυλαχτεί και να εκτεθεί στο Μουσείο.
Για τον ευτυχή και μακρόχρονο βίο του ο Κριαράς συνήθιζε να λέει: «Έζησα όλη μου τη ζωή ερωτευμένος. Με την κυριολεξία του όρου. Έρωτας είναι η επιδίωξη του ιδανικού. Σε όλες του τις εκφάνσεις. Ξεχωρίζω δύο: τον σαρκικό- πνευματικό έρωτα προς τη- τον σύντροφο και τον έρωτα προς την εργασία. Αυτό που λέμε φιλεργία. Ο έρωτας είναι το αντίδοτο του θανάτου. Είναι ίσως η ίδια η ζωή. Μόνο όταν είσαι ερωτευμένος ζεις. Ειδάλλως είσαι... πέτρα.... Κρατώ ακόμα ψήγματα έρωτα και προς τη μνήμη της γυναίκας μου και προς την εργασία. Ζω. Νιώθω. Εργάζομαι ακόμα» .
O καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς γεννήθηκε στον Πειραιά το 1906 από οικογένεια κρητικής καταγωγής και πέθανε στις 22 Αυγούστου 2014. Έχει ζήσει το σύνολο σχεδόν της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. «Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή... Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί – σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη...». Τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο, ενώ κατά τη διάρκεια των χρόνων 1914-1924 ολοκληρώνει τη μαθητική του εκπαίδευση στα Χανιά της Κρήτης.
Κατά τα έτη 1924-1929 σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «διακαής πόθος μου και πρώτος βασικός σταθμός στη ζωή μου», όπως εξομολογείται ο ίδιος. Συγκινησιακές αναφορές κάνει συχνά για τους δασκάλους του, λαμπρούς πανεπιστημιακούς, τον Κωνσταντίνο Άμαντο, το Νίκο Βέη και τον Παναγή Λορεντζάντο. Οι γλωσσικές απόψεις των πανεπιστημιακών του δασκάλων, η εξοικείωσή του με τις αγωνιστικές συζητήσεις μεταξύ Ψυχάρη και Χατζηδάκι, καθώς και ο απόηχος του Εκπαιδευτικού Ομίλου διαμορφώνουν τη δημοτικιστική ιδεολογία του. Αργότερα, με υποτροφία, στα Πανεπιστήμια του Μονάχου (1930), παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής Φιλολογίας και ασκείται σε θέματα λεξικογραφίας.
Όταν το 1930 επιστρέφει στην Ελλάδα, διορίζεται από την Ακαδημία Αθηνών ως συντάκτης στο νεοσύστατο Μεσαιωνικό Αρχείο. Εκεί οραματίζεται τη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Δημώδους Ελληνικής Γραμματείας (1100-1669). Επικεντρώνεται επιστημονικά στη δημώδη γλώσσα και τη γραμματεία των μεταβυζαντινών χρόνων, αλλά και στη συγκριτική γραμματολογία, ένας κλάδος άγνωστος τότε στη χώρα μας. Γύρω από αυτούς τους άξονες κινείται με υποδειγματικό τρόπο η βραβευμένη διατριβή του με τίτλο «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου».
Το κύριο ενδιαφέρον του όμως παραμένει η νεοελληνική γλώσσα. Στην αρχή της Κατοχής, σταθερά προσανατολισμένος στη νεοελληνική λογοτεχνία, αναλαμβάνει τη σύσταση ομάδας φιλολόγων, προκειμένου να συνταχθεί ένα Ερμηνευτικό Λεξικό της νεότατης ελληνικής λογοτεχνίας από το Σολωμό κι έπειτα. Το εγχείρημα διακόπτεται κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης και κρατείται στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, μαζί με τη σύζυγό του Αικατερίνη Στριφτού. Χρόνια μετά, το συγκεντρωμένο υλικό παραδίδεται στο Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη.
Το Παρίσι είναι ο αγαπημένος σταθμός της ξενιτιάς, που θα τον φιλοξενήσει από το Δεκέμβριο του 1945 έως τον Απρίλιο του 1948 παρακολουθώντας μαθήματα Βυζαντινής Φιλολογίας, Νεοελληνικής Φιλολογίας και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Τα «δύο σκάνδαλα της Φιλοσοφικής Σχολής», όπως τα λέει ο ίδιος, η προφα¬νής αδικία να απορριφθεί η υποψηφιότητά του ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολο¬γίας στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσ/νίκης το 1948 και δύο χρόνια μετά, με μια κίνηση εξιλέωσης από την ίδια σχολή, να εκλεγεί καθηγητής στην έδρα Βυζαντινής Φιλολο¬γίας, στάθηκαν καθοριστικά για την έκταση και την απόδοση της επιστημονικής του απασχόλησης. Συνεπής βυζαντινολόγος χαρακτηρίστηκε για το πλούσιο συγγραφικό έργο αυτής της εποχής. Ξεχωρίζουν τα Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, ο Σολωμός και ο Ψυχάρης. Στα μεσαιωνικά κείμενα, ο Κριαράς αναζήτησε την ιστορική απόδειξη του δημοτικισμού. Θέλησε να καταγράψει την περίοδο διαμόρφωσης της νέας ελληνικής γλώσσας, την «πρωτοελληνική», την οποία αργότερα θα περιέγραφε και θα ρύθμιζε το πρότυπο της δημοτικής.
Του δίνεται έτσι η ευκαιρία να υλοποιήσει το όραμά του, τη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Δημώδους Ελληνικής Γραμματείας (1100-1669). «Την απόφασή μου για τη συγκρότηση του λεξικού την ενίσχυσε και η δημοτικιστική μου ιδεολογία, την οποία κατά κάποιο τρόπο θα εξυπηρετούσε το συγκροτούμενο λεξικό» εξομολογείται στο βιβλίο του «Πραγματώσεις και Όνειρα». Όπως σημειώνει ο Καθηγητής, την περίοδο αυτή «αρχίζει να διαμορφώνεται οριστικότερα ο νεότερος ελληνικός βίος και η γλώσσα του ελληνικού λαού παίρνει την πρώτη οριστικότερη διαμόρφωση. Έτσι, το Λεξικό... καθρεφτίζει ένα πρώτο στάδιο της ήδη διαμορφωμένης νέας ελληνικής γλώσσας ...», η οποία «διατηρούσε καθώς φαίνεται ζωντανά» αρκετά στοιχεία της αρχαίας.
Τον Ιανουάριο του 1968 το δικτατορικό καθεστώς διακόπτει βίαια ακόμη μια φορά την πανεπιστημιακή του πορεία. «Πρέπει να πω ότι η Χούντα που με απέλυσε, ουσιαστικά με ευεργέτησε. Και τούτο γιατί με έδωσε απερίσπαστο από διδακτικά καθήκοντα στο Λεξικό μου, που το ετοίμαζα από το 1956 ». Το φθινόπωρο του 1969 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος τόμος του Λεξικού και το 1997, ο δέκατος τέταρτος, ο τελευταίος με εμψυχωτή τον Κριαρά. Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και εκδίδει τον 15ο (2006), 16ο (2008) και 17ο (2011) τόμο του Λεξικού, καθώς και δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων (με την επιμέλεια Ι. Ν. Καζάζη και Τ. Α. Καραναστάση), η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο . Στο λεξικογραφικό χώρο ανήκει και η σύνταξη από τον Ε. Κριαρά του Λεξικού της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής, το 1995, που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών.
Το 1995 εξέδωσε το Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής, γραπτής και προφορικής, ενώ παράλληλα αγωνιζόταν με πάθος για την καθιέρωση της δημοτικής, τη μεταρρύθμιση του τονικού συστήματος και την καθιέρωση του μονοτονικού. Εμποτισμένος με τη δημοτικιστική ιδεολογία διετέλεσε μέλος της επιτροπής, που όρισε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό Παιδείας το Γεώργιο Ράλλη, για την καθιέρωση της δημοτικής στο χώρο της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης με το νόμο 309 του 1976. Και το 1981-1982, διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής, όταν η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αποφάσισε συμπληρωματικά, την επέκταση της αναγνώρισης της «νεοελληνικής», όπως ονομάστηκε, και στο χώρο της δικαιοσύνης και την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής. «Η ανάγκη για την καθιέρωση του μονοτονικού προέκυψε πρωταρχικά από τη διαπίστωση ότι τα πνεύματα και οι τόνοι, χωρίς να εξυπηρετούν κάποια πραγματική γλωσσική απαίτηση, γίνονται αιτία καταταλαιπώρησης όσων γράφουν την ελληνική, ιδιαίτερα των μαθητών, και τροχοπέδη στις προσπάθειές τους για κατάκτηση της γλώσσας και για ουσιαστική μόρφωση» .
Για τις πρωτοβουλίες του αυτές βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο πολλών οψιφανών καθαρολόγων που αδυνατούν έως σήμερα να αντιληφθούν ότι η ελληνική πολιτεία με τις αποφάσεις της το 1976 και το 1981-82 επικύρωσε απλώς – και μάλιστα με καθυστέρηση χρόνων – το γλωσσικό όργανο που είναι συνυφασμένο με την καθημερινή πρακτική και τη συναισθηματική ζωή του λαού, αυτό που ο λαός είχε προ πολλού αποδεχθεί ως γλωσσική πραγματικότητα. Μα είναι τάχα η πρώτη φορά που κάποιος πνευματικός άνθρωπος διώκεται γιατί τόλμησε να κάνει στάση ζωής το όραμά του;
Μια ματιά στην ιστορία του δημοτικισμού, μετρά κανείς πλήθος από κοντόφθαλμες θεωρήσεις, που σε διάφορες περιόδους πλήρωσαν άνθρωποι με πρωτοποριακές ιδέες.
Από τα Ευαγγελιακά και τα Ορεστειακά (1901 και 1903) μέχρι το διάβημα «άσπονδων φίλων» στη γαλλική κυβέρνηση το 1908, προκειμένου να απομακρυνθεί ο Ψυχάρης από τη θέση του στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, γιατί η γλώσσα που διδάσκεται εκεί, «είναι γλώσσα ελεεινή και χυδαία, φρικώδες κατασκεύασμα του διδάσκοντος αυτήν...».
Το Μάιο του 1908 τιμωρούνται από τον υπουργό Παιδείας με την ποινή της επίπληξης ο Κωστής Παλαμάς και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χατζηδάκις για τη δημόσια τοποθέτησή τους υπέρ του δημοτικισμού.
Με βάση υπουργικό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο «εις τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαιδεύσεως [...] επιβάλλεται πειθαρχική ποινή αν δεικνύωσι τάσιν οπωσδήποτε εξωτερικευομένην κατά της προσιδιαζούσης εις τε τα σχολεία και τους λειτουργούς αυτών Ελληνικής γλώσσης», τιμωρείται με προσωρινή απόλυση ο συγγραφέας Κώστας Παρορίτης, δάσκαλος τότε στην 'Υδρα.
Το 1911, μετά από διετή λειτουργία του Παρθεναγωγείου του Βόλου, παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη ο Αλέξανδρος Δελμούζος και οι συνεργάτες του με τις κατηγορίες «της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησις εις απεργίαν, εξύβρισις του Επισκόπου, παρακώλυσις προσευχής».
Τον ίδιο χρόνο ο Κωστής Παλαμάς, γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, τιμωρείται και πάλι «διά μηνιαίας προσωρινής απολύσεως», διότι «εξήνεγκε τας κοινωνικάς αυτού περί γλώσσης πεποιθήσεως δημοσιογραφικώς...».
Το 1920, μετά την απώλεια των εκλογών από τον Βενιζέλο και την κυβερνητική αλλαγή που ακολούθησε, διορίστηκε Επιτροπή προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που εκδόθηκαν στη δημοτική το 1919. Η έκθεση της Επιτροπής προτείνει τα βιβλία αυτά «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι [...] ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως».
Το 1928 διενεργούνται ανακρίσεις στο Διδασκαλείο Θηλέων της Θεσσαλονίκης μετά από έκθεση που υπέβαλε στο υπουργείο η Σχολική Επιτροπή. Οι κατηγορίες εναντίον του διευθυντή του Διδασκαλείου Μίλτου Κουντουρά είναι: «αντιθρησκευτικαί και αντιπατριωτικαί δοξασίαι» του ίδιου καθώς και παροχή «αχαλινώτου ελευθερίας εις τας μαθήτριας [...] ουχί ακινδύνου και άνευ συνεπειών διά το καθόλον ήθος των μαθητριών».
Το 1933 απολύεται ο διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας Μιχαήλ Παπαμαύρος, κατηγορούμενος ότι «εργάζεται κατά της γλώσσης, της θρησκείας και της ιδέας της πατρίδος».
Τον Ιανουάριο του 1937 τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση και τίθεται υπό διοικητική εξάρτηση ο Ευάγγελος Παπανούτσος με αφορμή την αλληλογραφία του με τον Αλέξανδρο Δελμούζο.
Τον Δεκέμβριο του 1941 παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννης Κακριδής. Στην έγγραφη καταγγελία περιγράφεται ως «επιπολαία και εθνικώς επιζημία» η δημοσίευση διάλεξής του με απλοποιημένο τονικό σύστημα, που είχε γίνει πριν την εκλογή του το 1936, και διατυπώνεται από μέρους της Συγκλήτου «η ευχή της απολύσεως».
Το 1945, στην κυβέρνηση Πλαστήρα, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος 'Αμαντος συνέταξε με τη βοήθεια του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του Ευάγγελου Παπανούτσου ένα σύντομο νομοθέτημα, με μορφή αναγκαστικού νόμου, στο οποίο οριζόταν πως η δημοτική είναι γλώσσα εθνική και αναγνωρίζεται η βασική της σημασία για την ελληνική παιδεία. Παρά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, η πράξη δεν υπογράφεται από τον αντιβασιλέα-αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, αν και διευθυντής στο Πολιτικό του Γραφείο ήταν ο Γεώργιος Σεφέρης και σύμβουλός του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Το 1964, στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, με αφορμή τη συζήτηση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, της οποίας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η διδασκαλία της δημοτικής, υποβλήθηκαν καταγγελίες στην Ιερά Σύνοδο για την «αντεθνική και ανίερη συνωμοσία των απάτριδων και άθεων ανατροπέων της Εθνικής μας Παιδείας», με τις οποίες ζητούσαν τον αφορισμό του Ευάγγελου Παπανούτσου και την απαγόρευση των αντιθρησκευτικών του βιβλίων.
Στη σύγχρονη δε κινδυνολογία, ότι ελληνική γλώσσα εκπίπτει και η αγγλική καθιερώνεται όλο και περισσότερο ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών, ο Κριαράς καθησυχάζει: «Μια παγκόσμια γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει και πιστεύω ότι είναι ουτοπία να το επιδιώκει κανείς. Η γλώσσα του κάθε λαού πρέπει να διατηρηθεί και θα διατηρηθεί γιατί γλώσσα σημαίνει πολιτισμός, ήθη, έθιμα και πολλά άλλα. Για να εκλείψει μια γλώσσα πρέπει να συμβούν συνταρακτικά γεγονότα. Πάρτε για παράδειγμα την ελληνική γλώσσα. Τόσα και τόσα πέρασε ο ελληνισμός. Παρ’ όλα αυτά η γλώσσα του σώθηκε εξελισσόμενη. Έτσι, πιστεύω ότι η αγγλική δεν μπορεί να εκτοπίσει τις άλλες γλώσσες. Ακόμα και αυτή η γλώσσα καθώς μιλιέται και από άλλους λαούς μοιραίως υφίσταται αλλαγές. Μετά από αρκετά χρόνια η αγγλική γλώσσα θα αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με αυτό που είναι τώρα, όπως άλλωστε άλλαξε και η αρχαία ελληνική από τη στιγμή που τη μίλησαν και μη Έλληνες. Είναι μοιραίο, ο ξένος θα κάνει λάθη και τα λάθη αρκετές φορές είναι τέτοια που βοηθούν σε μια γλωσσική εξέλιξη. Τα «λάθη» γίνονται στη συνέχεια ο κανόνας ».
Έτσι η γλώσσα τεκμηριώνεται ως πολιτικό, ιδεολογικό και συμβολικό εργαλείο εξουσίας. Έχει γίνει συνείδηση πλέον, ότι το ζήτημα της γλώσσας δεν αφορά απλά ένα γλωσσικό όργανο, μια πολιτισμική θεώρηση αλλά μια αντίληψη περί ζωής. Είναι ζήτημα ανισότητας και όχι ζήτημα στενά γλωσσικό ή πολιτισμικό. Με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους ο αποστερημένος υπήκοος προσεταιρίζεται τον ενεργό πολίτη αφού καταρρίπτεται ένα εμπόδιο για τη συμμετοχή του στα κοινά.
Κι αν τέλος αναρωτιέται κανείς, αν η ενασχόληση με τη δημοτική, μετά την καθιέρωσή της ως επίσημη γλώσσα του κράτους, έχει πλέον σήμερα νόημα, απαντά ο ίδιος ο Κριαράς:
«Πάντοτε προσπαθούσα να είμαι αγωνιστής υπέρ του δημοτικισμού. Μετά, όμως, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έγινα περισσότερο αγωνιστής και θέλησα να γίνω κατά κάποιο τρόπο «διαφωτιστής», όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου. Φρόντισα με τις ομιλίες, τα μαθήματά μου αλλά και τα γραπτά μου κείμενα να βοηθήσω ώστε ο Έλληνας να ενδιαφερθεί περισσότερο για τη γλώσσα του και να τη μάθει σωστά… Παρότι, σήμερα σχεδόν όλοι γράφουν τη δημοτική, δεν καταφέρνουν δυστυχώς όλοι να τη γράψουν με την ίδια φροντίδα και με την ίδια γνώση… πρέπει να διδάξουμε στον κόσμο τη δημοτική γλώσσα και τους κανόνες της».
Όπως δήλωνε σε συνέντευξή του στην Ο. Αντωνοπούλου το 2002: «Ο επιστήμονας δεν πρέπει να μένει μόνο στο εργαστήριο. Βέβαια το εργαστήριο χρειάζεται, διότι αλλιώς εργασία δε θα υπάρξει. Ο επιστήμονας πρέπει να είναι και ερευνητής και δάσκαλος, εκλαϊκευτής, πρέπει όσο γίνεται να εκλαϊκεύει την επιστήμη του».
Αενάως νοήμων και ενεργός πολίτης παρακολουθούσε την επικαιρότητα και σχολίασε πρόσφατα για τη σημερινή κατάσταση της χώρας:
«Η κατάσταση είναι άσχημη από κάθε άποψη. Είναι πολύ πιο εντυπωσιακή βέβαια αυτή που λέμε οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της είναι τραγικές, αλλά- επιτρέψτε μου- είναι τραγικότερες οι επιπτώσεις της άλλης κρίσης, αυτής της λεγόμενης κοινωνικής. Διάγει κρίση η πολιτική ζωή, διάγει κρίση η Παιδεία, η Δικαιοσύνη- έννοιες πρωταρχικές... Η πολιτική μας ζωή οδηγείται σε συντηρητισμό κι αμφιβάλλω αν θα μπορέσει σύντομα να ανακάμψει. Είναι η κρίση σε συνδυασμό με την έλλειψη παιδείας» .
Η επιτομή του τελευταίου του βιβλίου αυτοβιογραφίας με τον τίτλο «Απόλογος Βίου» εστιάζει στη φράση: «Στη ζωή μου έκαμα αυτό που θεωρούσα καθήκον μου» .
Ας είναι αιώνια η μνήμη του και φωτεινό το παράδειγμα του βίου του.
Πηγές:
Π.Χρ. Ζιώγας, Εμμανουήλ Κριαράς. Βιογραφικά-Εργογραφικά, Θεσσαλονίκη 2001.
Α.Λαμπράκη-Παγανού, Εργογραφία Εμμανουήλ Κριαρά, Ηράκλειο 2001.
Ε.Κριαράς, Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, Θεσσαλονίκη 1992.
Αμ Καραμήτρου: Εισήγηση σε τιμητική εκδήλωση της Παγκρήτιας Αδελφότητας Μακεδονίας (22.6.2001) δημοσιευμένη στο περιοδικό ΑΝΤΙ.
Αικατερίνη Παπαγεωργίου