Aκόμη και μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, μπορούν οι φορολογούμενοι να εντάξουν στη ρύθμιση των 12 μηνιαίων δόσεων. Ωστόσο, μέχρι να δημιουργηθεί η διαδικασία υποβολής της αίτησης υπαγωγής των οφειλών αυτών στη ρύθμιση, μέσω του TAXISnet, οι οφειλέτες θα πρέπει να την υποβάλουν στην εφορία.
Αυτό διευκρινίζεται σε εγκύκλιο της γγ Εσόδων, Αικατερίνης Σαββαΐδου στην οποία καταγράφονται οι διατάξεις της νομοθεσίας για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Αναλυτικά στην εγκύκλιο προβλέπονται τα ακόλουθα:
Στη ρύθμιση, υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων στις Φορολογικές Αρχές (ΔΟΥ, Ελεγκτικά Κέντρα) ληξιπρόθεσμων, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ) και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών). Στις οφειλές αυτές συγκαταλέγονται και τυχόν συμβεβαιωμένες υπέρ τρίτων (ΝΠΔΔ κλπ).
Στη ρύθμιση, με τους ίδιους όρους δύνανται να υπαχθούν, εφόσον αιτηθεί ο οφειλέτης και:
α) βεβαιωμένες οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ
β) βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ
Εξαίρεση από την υπαγωγή στη ρύθμιση
Στη ρύθμιση δεν δύνανται να υπαχθούν:
Οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή. Αυτό θα δηλώνεται υπεύθυνα από τον οφειλέτη φυσικό πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου και θα ελέγχεται από την αρμόδια ΔΟΥ/ Υπηρεσία σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει ή δειγματοληπτικά, κατά την κρίση της.
Οφειλές που σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις δεν δύνανται να υπαχθούν σε νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών.
Προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση
Σε κάθε περίπτωση για την υπαγωγή στη ρύθμιση θα πρέπει να αποδεικνύεται τη δεδομένη χρονική στιγμή, η αδυναμία εξόφλησης της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης καθώς και η βιωσιμότητα του διακανονισμού.
Οι οφειλέτες πρέπει να έχουν υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας, δηλαδή τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, εκκαθαριστικές φόρου προστιθέμενης αξίας και τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ που έπονται της τελευταίας εκκαθαριστικής και που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει ένα μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση υποβάλλονται από τον οφειλέτη και τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
για ποσό βασικής οφειλής άνω των 5.000 ευρώ υποχρεούται να προσκομίσει δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την δυνατότητα καταβολής των μηνιαίων δόσεων,
για ποσό βασικής οφειλής άνω των 50.000 ευρώ υποχρεούται επίσης να προσκομίσει δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την αδυναμία εξόφλησης της οφειλής καθώς και τη βιωσιμότητα του διακανονισμού και
για ποσό βασικής οφειλής άνω των 150.000 ευρώ, πέραν των ανωτέρω, απαιτείται να παρέχει εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες για τη διασφάλιση της οφειλής οι οποίες μπορούν να συνίστανται σε προσκόμιση εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης στην Ελλάδα τράπεζας για όλο το διάστημα της ρύθμισης για το σύνολο της ρυθμιζόμενης οφειλής πλέον των επιβαρύνσεων, πλήρη διασφάλιση της οφειλής με εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου ελευθέρου βαρών αντικειμενικής αξίας τουλάχιστον ίσης με το ύψος της συνολικής οφειλής ή επί βεβαρημένου ακινήτου αντικειμενικής αξίας, αφαιρουμένων των ποσών για τα οποία έχουν εγγραφεί βάρη, τουλάχιστον ίσης με τη συνολική οφειλή, εγγύηση τρίτου αξιόχρεου προσώπου και οποιοδήποτε άλλο τρόπο εγγύησης αποδεκτό από τη Φορολογική Διοίκηση.
Διακανονισμός πληρωμής
Η ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα καταβολής της οφειλής σε ως 12 μηνιαίες δόσεις. Κατ’ εξαίρεση παρέχεται η δυνατότητα καταβολής σε ως 24 μηνιαίες δόσεις
Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δέκα πέντε ευρώ.
Η υπαγωγή στη ρύθμιση μπορεί να γίνει οποτεδήποτε.
Η υπαγωγή του φορολογούμενου σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής τόκων επί των ρυθμιζόμενων φορολογικών.
Στην περίπτωση καθυστέρησης μιας δόσης, αυτή πρέπει να καταβληθεί με επιβάρυνση 15% εντός της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης. Στην περίπτωση που η δόση της οποίας η καταβολή καθυστερεί για πρώτη φορά είναι η τελευταία, αυτή πρέπει να καταβληθεί προσαυξημένη κατά 15% μέχρι την τελευταία εργάσιμη του επόμενου από την ημερομηνία καταβολής αυτής μήνα.
Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας
Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση μπορεί να χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των οφειλών του προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον είναι ενήμερος και σε τυχόν άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές του.
Μη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης
Για οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης και εφόσον ο φορολογούμενος συμμορφώνεται με το πρόγραμμα, δεν διενεργείται αναγκαστική εκτέλεση, δηλαδή η λήψη αναγκαστικών μέτρων ή η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κινητών ή ακινήτων (έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού).
Απώλεια της ρύθμισης
Ο οφειλέτης χάνει το δικαίωμα της ρύθμισης, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα εάν:
δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
δεν καταβάλει την τυχόν μία εκπρόθεσμη δόση της ρύθμισης με την αναλογούσα προσαύξηση αυτής (15%) μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης,
δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
έχει υποβάλει ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση και
δεν έχει υποβάλει τα απαραίτητα στοιχεία - πληροφορίες ή δεν προσκομίζει τα επιπλέον στοιχεία που του ζητούνται.