Θα ξαφνιαστείς αναγνώστη μου και θα διαμαρτυρηθείς. «Για ποιητές θα μιλάμε τώρα; Εδώ μας πήρε το ποτάμι της συμφοράς και πάει να μας πνίξει σε φουρτουνιασμένες θάλασσες. Βρισκόμαστε ως το λαιμό στα όρια της φτώχειας, πέστε καλύτερα στην πιο φρικτή ανέχεια και στην απύθμενη κακομοιριά. Με κολλημένη την ανεργία στο 29%. Την επίσημη. Για την πραγματική δε συζητάμε. Και συ μας αραδιάζεις τίτλους για ξεχασμένους ποιητές;». Ναι αγαπητέ μου αναγνώστη. Ο ξεχασμένος αυτός ποιητής είναι μέρος του πολιτισμού μας. Και τον πολιτισμό μας δε θα αφήσουμε να στραπατσάρουν οι τροϊκανοί και οι τοκογλύφοι δανειστές.
Τους Όμηρους και τους Αισχύλους, τους Σολωμούς και τους Παλαμάδες, τους Σεφέρηδες και τους Ελύτηδες και τους μεγάλους μας συνθέτες τους, τους έχει και τους λατρεύει ο λαός σαν μέρος της εθνικής του ιστορίας. Γι’ αυτούς, αξίζει να ξεχάσουμε και πείνα και ανέχεια. Ακόμη και όταν πρόκειται για κάποιον λαϊκό τροβαδούρο, όπως ο Φώτης Αγγουλές που συμπληρώνει φέτος 30 χρονών απουσίας. Ο Αγκουλές, ο ποιητής με τη γλυκιά, την πονεμένη, την αγωνιστική πένα, ο ποιητής που τραγούδησε τους καημούς της φτώχειας και τον πόνο του καταφρονεμένου ανθρώπου.
Έγραφε ο Γιάννης Σφηνίτσας πως ο τίτλος του λαϊκού ποιητή σε κανέναν άλλο δεν αρμόζει. «Έζησε άσημος εκεί στις ηλιόλουστες ακρογιαλιές της πατρίδας του της Χίου, αγνοημένος ολότελα από τους μεγάλους κονδυλοφόρους».
Σάρκα ο ίδιος των ταπεινών και περιφρονημένων έγραφε σε κάποιο ποίημά του:
«Αλήτη, απόψε είναι η βραδιά τόσο καλή!
Τόσο καλή!
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σε ένα παγκάκι αλήτη.
Πλάτυνε η αγάπη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
Που έκανε όλη τη γη και όλο το σύμπαν σπίτι».
Μεροκαματιάρης τυπογράφος του παράνομου Ριζοσπάστη, βρέθηκε κάποτε στα υπόγεια της ασφάλειας με την κατηγορία του συνωμότη. Εκεί, ένας φιλόμουσος ανακριτής, έδειξε τη συμπάθειά του:
«Κύριε Αγγουλέ, τί δουλειά έχετε με αυτούς τους επαναστάτες;».
«Αμ εγώ τί είμαι;» ήταν η απάντηση του ποιητή.
Πήρε αγόγγυστα το δρόμο για την εξορία. Εκεί, κάποιοι «λόγιοι εξόριστοι», κολακεύονταν να έχουν την κριτική του στα έργα τους. Κάποτε ένας απ’ αυτούς, φημισμένος για τη μετριότητα της πένας του, έσπευσε προς τον ποιητή γεμάτος οίστρο και περηφάνια:
«Κύριε Αγγουλέ! Μετάφρασα τον Κίπλιγκ». Και ο Φώτης, που είχε απέχθεια σε κάθε τι το Αγγλικό του απαντάει:
«Καλά του έκανες!».
Για τα πενήντα χρόνια από το θάνατό του, έλεγα να στείλω ένα Ημαθιώτικο λουλούδι στην μακρινή Χίο, την πατρίδα του. Εκεί όπου οι συμπατριώτες του ξέρουν να τιμούν τα πνευματικά τους τέκνα.
Προτίμησα να του αφιερώσω κάτι από την ψυχή μου: Το χρονογράφημα μιας Τετάρτης. Με την άδεια πάντοτε και με την κατανόηση των αναγνωστών μου.
Επίκαιρος