Χώρος, ετούτο το κλειστό κομάτι γης, όγκος αέρινος στα σύνορά του κλειέται, μ’ένα δικό του φως τον αγκαλιάζει, λλιώτικη να τον τυλίγει θαλπωρή,να ησυχάζει τις κραυγές της αγωνίας, να σβήνει τις φωτιές, όσες ανάβουν οι καυτές ματιές στα στήθια.
Ο χώρος σήμαινε πολλά, μάζευε μέσα εκεί σωρό θυμητικά, τόσον καιρό που έκανε δικά του...
Χιλιάδες οι ανασεμιές, στον τοίχο αποτυπώναν, σπαράγματα καρδιάς, γιορτές που φέρναν κάθε μια, ψηφίδες ευτυχίας, σ’ένα ατέλειωτο ψηφιδωτό.
Αν κάτι δεν εταίριαζε,άνοιγε το παράθυρο και τάφηνε να φύγει, σαν πώς ελευθερώνεις τα πουλιά με καλωσύνη, τα βοηθάς ν’ανοίξουν τα φτερά και να πετάξουν.
Σ’αυτό το χώρο γύρευε να τη θρονιάσει,να μοιραστούνε τις σοδιές,να νιώσουνε στ’αλήθεια ενωμένοι..
Τώρα στο χώρο αυτό τον τυραννούσε η απουσία, του είχε δώσει στην αρχή, απρόσμενη χαρά τρελλή, μα δε γινότανε αλλιώς,της άνοιξε να φύγει..
Πώς δυνατά ξαναγυρνούν,αμέτρητες φορές.χτυπήματα βαριά που τον πονάνε,όση κι αν βάζει δύναμη,μακριά να τα κρατά,τρυπώνουνε κλεφτά και τον τραντάζουν.
Εγραφε πιο παλιά,..’σκυμμένος το απόβραδο,του δειληνού την ώρα/ σε συλλογίζομαι δειλά/κι όπως ο ήλιος χάνεται,θα σ’έχασα και σένα/…,..’.στη θύμησή σου γέρνω/,κι ανάμεσα στα δάχτυλα που τόσο μείναν άδεια/τη σκόνη σου κρατώ.’
Πόσα απόβραδα πολλά συλλογιζότανε ακόμα,τι κι αν δεν ήτανε η ίδια της μ’ εκείνο τον καιρό,πόσα και πόσα δειληνά την έψαχνε,μέναν τα δάχτυλά του άδεια,την ώρα που χανότανε ο ήλιος,κι όλο του το φως.
Η σκόνη της,αυτό τού έμενε μονάχα,την άφηνε στο χώρο λεύτερη να τριγυρνά και όπου ήθελε να στέκει,τη μάζευε ξανά,κόκκο με κόκκο,γυρεύοντας να σχηματίσει πάλη τη μορφή,να ζωντανέψει,τον τόπο της στα στήθια του να ξαναβρεί..
Φιγούρα θλιβερή,σιμώνει κάποιον που την έχει δει με δίχως τα στολίδια, άφιαχτη σαν ξυπνούσε το πρωϊ,πώς νιώθει άραγε το βλέμμα να την ακουμπά,ακόμα μια φορά όλη να την αγγίζει,να καμαρώνει ξαναζώντας τη στιγμή;..,με της ντροπής τ’ακούμπημα να κοκκινίζει;..,τι σήμαινε εκείνο το πικρό ψεύτικο χαμογέλιο;….
Πιο κάτω αναρωτιόταν…’ πώς νάναι τάχα/η θάλασσα τούτη τη νύχτα/ πώς νάναι η νύχτα/πώς νάναι τώρα,που δεν μπορώ να τη δω…/’, κι έφτιαχνε με το νού εικόνες,που ζωντανές τις θάρρευε κινιόντουσαν μπροστά του, κι άρχιζε να τους μιλά…
Πώς να βαφτίσει τούτη τη μοναξιά,εκείνη τους κερνούσε όλους συντροφιά, τρέχοντας σ’όποιο κάλεσμα ετύχαινε στο δρόμο,μετρώντας μόνο τα κορμιά. ...
Αφηνε χνάρια της παντού,όποιος και νάταν γύρευε να τον αλλάξει,μια νότα στη διακόσμηση στο χώρο καθενός,ξεχώριζε με μια ματιά το πέρασμά της..
Γυαλιστερές λάμψανε λείες περικεφαλέες,οι τελευταίες τρίχες πάρθηκαν με την ψιλή τη μηχανή,φυτρώσανε γενάκια στο πηγούνι,άλλαξαν ξαφνικά οι φορεσιές όσο μπορούσαν,καλύτεροι να δείχνουν,κι ας μην τολμούσε πλάϊ τους να σεργιανίσει.. ..
Ηξερε δε θα μπόραγε το χώρο του ν’ αλλάξει,σαν είναι μοναχά να τον δεχτεί,η αλλαγή θα γίνοταν σ’αυτήν,κι ήτανε δύσκολο πολύ,τώνιωθε θα της το ζητούσε…
Πιο κάτω ακόμα έγραφε…’με το φεγγάρι στο δρόμο μας /κουρσεύουμε τη νύχτα/με το φεγγάρι στα σύννεφα/ψάχνουμε την ψυχή /με το φεγγάρι στην άκρη του πλανήτη/μένουμε σιωπηλοί/ακούγοντας τα περασμένα να χτυπούν/με της καρδιάς τους γρήγορους παλμούς ../’,ήτανε το φεγγάρι,της νύχτας σημαδούρα φωτερή,στο χώρο του γινότανε χαμός,πώς τρίζανε τα τζάμια πώς χτυπούσαν δυνατά, κάθε φορά βαρύ αφήνοντας απάνω του σημάδι...
Τ’αγαπημένο του κρυστάλλινο ψηλό ποτήρι, σωριάστηκε στο πάτωμα, χίλια χρωματιστά κομάτια στραφτερά,χάσαν το δέσιμο οι ίνες που τα κράταγαν μαζί, σκόρπιες εδώ κι εκεί αστράφταν, διαλύθηκε το σχήμα το ξεχωριστό,στο βουλωτό γυαλί απόμειναν οι δαχτυλιές,ακόμα να γυαλίζουν στο κενό,δεν ηλεκτρίζουν πια σαν τις κυτά..
Σα νάτανε πουλί, γύρευε η ψυχή να φύγει,να τρέξει να τη βρει, το τζάμι ήτανε κλειστό, πού να την ψάξει;
Τα χτεσινά, τα περασμένα του τραγούδια, δείχναν ακόμα ίδια τη γραμμή που περπατούσε,πώς έμεινε αιχμάλωτος τόσον καιρό,πόσο του ήταν ακριβή μια τέτοια όψη της ζωής;..
Τσουρουφλισμένες αναμνήσεις σαν πεταλούδες βγαίνουνε στο φως,απάνω του κολλούν,παίρνοντας απ’τη λάμψη του γυαλίζουνε για λίγο,αφήνουν μια στερνή πνοή και πέφτουν ύστερα καμμένες.
Πόσο να τις προσέξει να γλυτώσουν,σαν έσβηνε το φως φεύγανε μακρυά,χανόνταν,δε γίνοταν άλλο να κρατηθούν....
Οι αναμνήσεις όλες κρύβονται σ’αυτό το χώρο μέσα,ψάχνει για να τις βρει ή μόνες ξετρυπώνουν,σα να τον ζύγιαζαν κάθε φορά,πώς θα υποδεχότανε την κάθε μιά,κι ανάλογα φανερωνόνταν, τον κυριεύαν όλο,ή τρύπωναν ακόμα πιο βαθιά μες το σκοτάδι των καιρών,να τον παραμονεύουν..
Ο χώρος του,κλειστό κομμάτι γης,όγκος αέρινος στα σύνορά του κλειέται.μ’ένα δικό του φως κάθε φορά τον αγκαλιάζει,αλλιώτικη να τον τυλίγει θαλπωρή,πώς ήθελε εκεί να σε θρονιάσει,τον κόσμο του να μοιραστείς..