Ἡ Ἁγία Ἀγριππίνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγριππίνα ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ περιφανεῖς καὶ ἰσχυροὺς γονεῖς ποὺ τὴν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Προόδευσε τόσο στὴν πίστη στὸ Χριστὸ ὥστε ἐπόθησε τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητα. Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Συκοφαντήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι ἀποσπᾶ τὰ νέα κορίτσια ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὸ Χριστό, ὅτι καταφρονεῖ καὶ δὲν ὑπολογίζει τοὺς νόμους τοῦ βασιλέως, ὅτι δὲν σέβεται τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅτι διακηρύττει δημόσια πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ δημιουργὸς ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος. Τὴν κατέδωσαν λοιπὸν στὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, ἐνῶ τὴ συνόδευαν ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ ἄριστη Ἀγαθονίκη.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νὰ προδώσει τὴν πίστη της, ἐμαρτύρησε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 253 – 260 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακόμισαν στὴ Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ Ἀγαθονίκη καὶ ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππῖνα παρθενίας ὀσφράδιον· ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τῇ χάριτι, πηγὰς θαυμάτων βλυσταίνεις τοῖς πέρασι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοκλῆς, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος οἱ Μάρτυρες ἐν Κύπρῳ ἀθλήσαντες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 302 μ.Χ., κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, στὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, τμηθεὶς τὴν κεφαλή. Μαζί του ἐμαρτύρησαν ὁ πρεσβύτερος Ἀριστοκλῆς καὶ ὁ διάκονος Δημητριανός.
Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Οὐσάδων καὶ ἦταν ἱερεὺς τῶν εἰδώλων κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἀγρίππα. Βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ τελούμενα θαύματα ἀπὸ αὐτούς, ἀπαρνήθηκε τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐδόξιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐβάπτισε καὶ τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο. Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μετέβη στὰ Λύστρα, ὅπου εὑρῆκε τὸν ἀνεψιό του Γαϊανὸ, τὸν ὁποῖο καὶ ἐφείλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του Λολλία, Πρόβη καὶ Οὐρβανό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἡγεμόνα καὶ ἐβασανίσθηκε, ἀφοῦ τὸν ἀνήρτησαν ἐπὶ ξύλου. Στὴ συνέχεια μὲ τὸν ἀνεψιό του καὶ τὰ παιδιά του παραπέμφθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Ἀγρίππα ἢ Ἀγριππίνο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε σκληρά, στὸς τέλος τοὺς ἀπεκεφάλισε.