Τα παιδιά δε σταματούν ποτέ να εκπλήσσουν με τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά τους αξιοποιήθηκαν για να φανερωθούν ακόμα μια φορά οι ανεξάντλητες δυνατότητές τους.
Οι μαθητές της Στ’ του 6ου Δημοτικού Σχολείου Βέροιας ένωσαν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν μία έκθεση 200 περίπου έργων τέχνης που ξεκινούν από την «Αναγέννηση» και φτάνουν μέχρι τα «Γκράφιτι» και την «Ποπ Αρτ». Όμως, η έκθεσή τους αυτή καλύπτει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι ενός ευρύτερου προγράμματος, για το οποίο κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες και διέπρεψαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου.
Πιο συγκεκριμένα, το «πρότζεκτ» στο οποίο έλαβαν μέρος αφορά τη διδασκαλία της Ιστορίας της Τέχνης μέσα από μια Δεύτερη/Ξένη Γλώσσα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν τα Αγγλικά. Ίσως κάτι τέτοιο να φαντάζει απίστευτο για μικρά παιδιά, όμως μόνο τα παιδιά μπορούν να ανταπεξέλθουν με επάρκεια σε τέτοιες καταστάσεις. Η συγκεκριμένη μεθοδολογία ονομάζεται «CLIL» (ContentandLanguageIntegratedLearning) και αφορά στη διδασκαλία οποιουδήποτε γνωστικού αντικειμένου σε μία ξένη γλώσσα, με σκοπό την παράλληλη ανάπτυξη γνωστικών και γλωσσικών δεξιοτήτων.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα όμως, πέρα από τους δύο παραπάνω στόχους βασίστηκε και σε δύο παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι η «παραδοσιακή» - «μετωπική» διδασκαλία είναι κάτι έξω από τη φύση των παιδιών. Κανένα μικρό παιδί δε μπορεί να αντέξει 7, 6 ή ακόμα και 5 ώρες διδασκαλίας καρφωμένο σε μία καρέκλα παρακολουθώντας τις διαλέξεις ενός εκπαιδευτικού. Η παραδοχή αυτή έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές στην αναζήτηση νέων μεθόδων, οι οποίες θα είναι ελκυστικότερες και θα παροτρύνουν την ενεργή συμμετοχή στο μάθημα. Όλες αυτές οι μέθοδοι συγκλίνουν σε έναν κοινό παρονομαστή, το παιχνίδι.
Το παιχνίδι είναι μια ζωτική ανάγκη για κάθε παιδί. Επιπλέον, είναι και μια βασική πηγή μάθησης, όπως γίνεται φανερό από τα πολλά επιμορφωτικά παιχνίδια για παιδιά προσχολικής και όχι μόνο ηλικίας. Όλα τα παιδιά θέλουν να παίζουν και φυσικά, όλα θέλουν να κερδίζουν. Γι’ αυτό το παιχνίδι αποτελεί μια άριστη πρακτική, ένα έξοχο εργαλείο στα χέρια κάθε εκπαιδευτικού που θέλει να εξασφαλίσει τόσο τη συμμετοχή των μαθητών όσο και μια αποτελεσματική και συνεπώς, επιτυχημένη διδασκαλία.
Η δεύτερη παραδοχή σχετίζεται με την κρίση που παρατηρείται στον τομέα της τέχνης στις μέρες μας και στην άνευ προηγουμένου έλλειψη καλαισθησίας και οραματισμού. Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα από τις προηγούμενες δεκαετίες, τα παιδιά σήμερα λαμβάνουν από το περιβάλλον των Μ.Μ.Ε. έναν καταιγισμό αρνητικών καλλιτεχνικών προτύπων που τα περιορίζουν στο τώρα χωρίς να τους γεννούν καλλιτεχνικές ή ακόμα και ιστορικές ανησυχίες. Στα πλαίσια αυτά, το σχολείο καλείται να συμβάλλει στην καλλιέργεια του πνευματικού κόσμου των μαθητών του, καταμερίζοντας το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός τους σε όλο το φάσμα της τέχνης και επιτρέποντάς τους να διαμορφώσουν προσωπικές απόψεις και στάσεις χωρίς να ακολουθούν αποκλειστικά τις τάσεις της εποχής μας.
Οι δύο παραπάνω παραδοχές αποτέλεσαν, λοιπόν, τους πυλώνες του προγράμματος αυτού και το διαμόρφωσαν έτσι ώστε να βασίζεται στα ενδιαφέροντα των μαθητών, αλλά παράλληλα να διευρύνει τους ορίζοντές τους. Έτσι λοιπόν σχεδιάστηκαν 10 δίωρες διδασκαλίες, κάθε μία από τις οποίες στόχευε στην εξοικείωση των μαθητών με ένα ή περισσότερα καλλιτεχνικά ρεύματα. Στα πλαίσια κάθε διδασκαλίας οι μαθητές έρχονταν αρχικά σε επαφή με το νέο ρεύμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τους κυριότερους καλλιτέχνες του αλλά και τους σημαντικότερους πίνακες κάθε καλλιτέχνη. Η διαδικασία αυτή αξιοποιούσε ένα πλήθος καινοτόμων μεθόδων διδασκαλίας (π.χ. ανακαλυπτική) και νέων τεχνολογιών και είχε σα στόχο της να μετατρέψει τους μαθητές σε μικρούς «κριτικούς τέχνης», έτσι ώστε να μπορούν σταδιακά να εντάσσουν τα διάφορα έργα σε κατηγορίες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, αλλά και να διατυπώνουν κρίσεις σχετικά με το αισθητικό και καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα.
Για να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο έγιναν κατανοητά τα όσα ειπώθηκαν για κάθε ρεύμα οι μαθητές θα έπρεπε από «κριτικοί» να γίνουν «καλλιτέχνες». Ποιος είναι άλλωστε ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κάποιος από το να εμπλακεί σε μία διαδικασία; Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπε ο Κομφούκιος: «Πες μου και θα ξεχάσω. Δείξε μου και μπορεί να θυμηθώ. Ενέπλεξε με και θα καταλάβω». Αφού οι μαθητές ολοκλήρωναν τα έργα τους καλούνταν να εκφράσουν απόψεις σχετικά με αυτά ή να τα παρουσιάσουν στους συμμαθητές τους, στα πλαίσια πάντα μιας συγκεκριμένης συνθήκης (π.χ. είτε ως κριτικοί έργων τέχνης, είτε ως καλλιτέχνες κ.λπ.). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι στα πλαίσια της διδασκαλίας η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν ήταν αποκλειστικά η Αγγλική, η οποία κάλυπτε κάθε φάσμα της και όχι μόνο αυτό των δραστηριοτήτων.
Τέλος, ως είθισται μια διδασκαλία θα πρέπει να κλείνει πάντα με τον καλύτερο τρόπο, για να αφήνει μια ωραία ανάμνηση. Και ποιος είναι ωραιότερος από ένα παιχνίδι; Το παιχνίδι αποτελούσε πάντα την υπέρτατη πρόκληση, αφενός γιατί οι μαθητές θα έπρεπε να θυμούνται τις επιμέρους λεπτομέρειες κάθε ρεύματος και αφετέρου γιατί θα έπρεπε να επιστρατεύσουν όλες τους τις δεξιότητες για να εκφραστούν σωστά στην ξένη γλώσσα. Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν και η σωστή συνεργασία, η παραμέριση του ατομικού για χάρη του συλλογικού και η σωστή επικοινωνία. Όλα αυτά αποτελούσαν τις προϋποθέσεις της επιτυχίας της κάθε ομάδας. Το έπαθλο είχε όλες αυτές τις λέξεις γραμμένες επάνω του.
Έτσι λοιπόν, γίνεται φανερό ότι πέρα από τους αντικειμενικούς στόχους του, το πρόγραμμα αυτό στόχευε στην καλλιέργεια πληθώρας γνωστικών, πνευματικών, ψυχικών αλλά και κοινωνικών δεξιοτήτων. Και όπως είπαμε, όλα τα πράγματα πρέπει να τελειώνουν με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι έληξε και το πρόγραμμά μας με την απονομή των πτυχίων των μαθητών και την έκθεση των έργων τους που πραγματοποιήθηκαν την Τετάρτη στις 11 Ιουνίου και άφησαν άφωνους μικρούς και μεγάλους.
Αναγνώστου Ευαγγελία