Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία ἀδελφὲς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους Λαζάρου, ἀποτελοῦσαν τὴν πλέον ἀγαπητὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Στὴν οἰκία τους φιλοξενούμενος ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ διδακτικώτατο: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς», ὅταν ἡ Μάρθα, ὡς μεγαλύτερη, ἠσχολεῖτο μὲ τὴν περιποίηση Αὐτοῦ, ἐνῷ ἡ ἀδελφή της Μαρία ἦταν ἀφοσιωμένη στὴ διδασκαλία Του καὶ δὲν τὴν ἐβοηθοῦσε στὶς ἐργασίες. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς Αὐτόν, ὁ Κύριος τὶς ἀντάμειψε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ προσφιλοῦς τους ἀδελφοῦ Λαζάρου. Ἡ Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἄλειψε τοὺς πόδες τοῦ Ἰησοῦ μὲ πολύτιμο μύρο καὶ τοὺς ἐσπόγγισε διὰ τῆς παρθενικῆς της κόμης. Ἀπετέλεσαν εὐσεβὴ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ Μαρία πάνσεμνε· καὶ τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Πρόβου Δομετίου (276 – 282 μ.Χ.) καὶ ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Προσῆλθε στὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἐπατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 306 – 314 μ.Χ. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέστησε τὴν Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθησύχασε ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἔτυχε πάσης προστασίας. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἐθεμελιώθησαν, ἐπίσης, πολλὲς μεγάλες οἰκοδομὲς τῆς πρωτεύουσας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ περίφημοι ναοὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Κατὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια, τὸ 325 μ.Χ., δὲν ἐμπόρεσε νὰ παραστεῖ αὐτοπροσώπως, λόγῳ γήρατος, ἀπέστειλε ὅμως σὲ αὐτὴ τὸν πρωτοπρεσβύτερο καὶ μετέπειτα διάδοχό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο († 30 Αὐγούστου), ἄνδρα ἀναγνωρισμένο γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἔνθερμο Χριστιανικὸ ζῆλό του.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἔζησε ἑκατὸν δεκαεπτὰ ἔτη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 325 μ.Χ., ἐκηδεύθηκε δὲ ὑπὸ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας Ἐπισκόπου Νισίβιδος τῆς Μεσοποταμίας Ἰακώβου. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, τιμῶν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ἀνήγειρε πρὸς τιμήν του ναό, στὸν ὁποῖο μετακόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ σεβάσμιο ναὸ αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνερχομένης τῆς Λιτῆς στὸ Φόρο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Πατριαρχῶν ἀνεδείχθης γέρας καὶ θεία κρηπίς, ὡς Χριστοῦ μυσταγωγός, Πάτερ Μητροφάνες, ἀπὸ δὲ θρόνου ὑψηλοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ δαδουχεῖς, τὸ φέγγος τῆς εὐσεβείας. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.