Την Κυριακή 6 Απριλίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου, Πολιούχου Βεροίας.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, παρουσία τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, τελέστηκε το καθιερωμένο μνημόσυνο της μακαριστής μεγάλης ευεργέτιδος του Ιερού Ναού Ευδοξίας Μαλακούση, η οποία υπήρξε καθοριστική μορφή για την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1898. Η μακαριστή Ευδοξία Μαλακούση ανέλαβε τη δαπάνη για την ανέγερση του σημερινού ναού, ο οποίος εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1904 από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης, Κωνστάντιο Ισαακίδη.
Παράλληλα, τελέστηκε το ετήσιο μνημόσυνο για τη Γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού, το οποίο διοργάνωσε η Θρακική Εστία Βεροίας.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων κηρύττοντας τον θείο λόγο ανέφερε: «Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν». Στό διάστημα τοῦ τριετοῦς δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου μας πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τόν πλησίασαν καί τοῦ ὑπέβαλαν διάφορα αἰτήματα. Καί Χριστός τά ἄκουε μέ συμπάθεια καί τά ἱκανοποιοῦσε. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, πολλές φορές παρότρυνε τούς μαθητές του νά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό-Πατέρα ὅ,τι χρειάζονται καί τούς διαβεβαίωνε ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει τίς ἀνάγκες τους καί μεριμνᾶ γιά αὐτές.
Ἡ περίπτωση ὅμως τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Κυρίου μας, τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖοι πλησίασαν, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τόν Χριστό γιά νά ὑποβάλλουν τό αἴτημά τους, εἶναι διαφορετική. Ὁ Χριστός εἶχε μιλήσει πρίν ἀπό λίγο στούς μαθητές του γιά ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νά τοῦ συμβοῦν, γιά ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νά ὑπομείνει τίς ἑπόμενες ἡμέρες, ὥστε νά μήν ἐκπλαγοῦν, ὅταν θά τόν ἔβλεπαν νά πάσχει καί νά ὁδηγεῖται στόν θάνατο. Οἱ δύο ὅμως μαθητές μᾶλλον δέν τόν ἄκουαν ἤ δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό νόημα τῶν λόγων του. Μπορεῖ ἐνδεχομένως νά σκέφτηκαν ὅτι πρέπει νά προλάβουν, πρίν νά πεθάνει, ὅπως τούς εἶπε, νά ἀποκομίσουν ὡς μαθητές του κάποιο μελλοντικό ὄφελος.
Γι᾽ αὐτό καί, ὅταν τόν πλησιάζουν γιά νά διατυπώσουν τό αἴτημά τους, τό ἐκφράζουν κάπως ἐπιτακτικά. «Διδάσκαλε, θέλομεν», τοῦ λένε. Προβάλλουν τό θέλημά τους ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος εἶχε θέσει τό δικό του θέλημα σέ δεύτερη μοίρα, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Πατέρα του. «Οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν ἀλλά τοῦ πέμψαντός με Πατρός», εἶχε πεῖ στούς μαθητές του.
Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης ζητοῦν ὅμως ἐπίμονα τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματός τους, καί μάλιστα χωρίς νά προσδιορίζουν ἄμεσα τί ἤθελαν: «θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν». Θέλουμε αὐτό πού θά ζητήσουμε νά μᾶς τό κάνεις, νά μᾶς τό ἐκπληρώσεις.
Ὑπερβολική ἡ ἀπαίτηση τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι θέλουν προκαταβολικά τή δέσμευση τοῦ Διδασκάλου τους γιά ὅ,τι ζητήσουν. Θεωροῦν ὅτι ἡ οἰκειότητα πού ἔχουν μέ τόν Ἰησοῦ τούς ἐπιτρέπει νά ζητήσουν τά πάντα καί νά δοῦν ἐκπληρούμενη τήν ἐπιθυμία τους. Ὅμως αὐτό δέν ἰσχύει. Ὁ Χριστός δέν εἶναι, γιά νά ἱκανοποιεῖ τίς φιλοδοξίες καί τίς ματαιοδοξίες τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶναι, γιά νά ἱκανοποιεῖ τό θέλημά τους, ἀκόμη καί ἄν πρόκειται γιά κάτι ὑπερβολικό καί πολύ περισσότερο γιά κάτι πού δέν θά τούς ὠφελήσει ἀλλά θά τούς βλάψει.
Καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι παντογνώστης καί γνωρίζει ἀκόμη καί τούς πιό κρυφούς διαλογισμούς τῶν ἀνθρώπων, γνωρίζει αὐτό πού ζητοῦν οἱ δύο μαθητές καί γνωρίζει ὅτι ἡ ἱκανοποίηση ἑνός τέτοιου αἰτήματος εἶναι ἀδύνατη, ἐφόσον ὁ δίκαιος Θεός δέν μπορεῖ νά διαπράττει κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἀδικία, οὔτε μπορεῖ νά προσφέρει τίς θέσεις δεξιά καί ἀριστερά τοῦ θρόνου του σέ ἀνθρώπους πού τίς ζητοῦν ἀπό φιλοδοξία.
Γι᾽ αὐτό καί τούς ἐπιπλήττει. «Δέν γνωρίζετε τί ζητᾶτε», εἶναι ἡ ἄμεση ἀντίδρασή του. Τί ἔχουν κάνει γιά νά εἶναι ἄξιοι νά καθήσουν στά δεξιά καί στά ἀριστερά τοῦ θρόνου του; Τίποτε. Καί ἐπιπλέον δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει αὐτό πού ζητοῦν, ἀλλά καί οὔτε θυμοῦνται ὅτι ὁ Χριστός τούς εἶχε πεῖ «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα», ὅλα δηλαδή τά ὑλικά καί ἐγκόσμια, «προστεθήσεται ὑμῖν».
Οἱ δύο μαθητές βάζουν τό θέλημα καί τή φιλοδοξία τους πάνω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπό τόν Διδάσκαλό τους, καί γι᾽ αὐτό δέχονται καί τήν ἐπίπληξή του «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Στό ταπεινό καί ὑλόφρον αὐτό αἴτημά τους λαμβάνουν τήν ἀρνητική ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, βρίσκουν ὅμως συχνά ἐμᾶς συνοδοιπόρους τους. Διότι πόσες φορές δέν στραφήκαμε πρός τόν Θεό καί δέν τοῦ ζητήσαμε μάταια πράγματα, πού δέν θά μᾶς ἦταν ἀπαραίτητα καί δέν μᾶς ὠφελοῦσαν; Πόσες φορές μπορεῖ νά τοῦ ζητήσαμε ἀκόμη καί κάτι πού θά ἔβλαπτε κάποιον συνάνθρωπό μας; Ἐνῶ ἀντίθετα πόσες φορές σκεφθήκαμε νά τοῦ ζητήσουμε κάτι ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή μας ἤ πολύ περισσότερο νά τοῦ ζητήσουμε συνειδητά νά μᾶς χαρίσει τή βασιλεία του;
Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά σκεφθοῦμε ποιά εἶναι τά δικά μας αἰτήματα πρός τόν Θεό καί μέ ποιόν τρόπο τά ὑποβάλλουμε. Ἄς σκεφθοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στούς δύο μαθητές του καί ἄς ἀναθεωρήσουμε τή στάση καί τά αἰτήματά μας, ὥστε ἀξιοποιώντας τήν ἀγάπη του νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς βασιλείας του.
Αὐτήν εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά ἀπολαμβάνει καί ἡ μακαριστή εὐεργέτις τοῦ ναοῦ μας, τοῦ ναοῦ τοῦ πολιούχου μας τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ νέου, Εὐδοξία Μαλακούση, τῆς ὁποίας τελέσαμε σήμερα τό ἐτήσιο μνημόσυνο.
Παράλληλα ὅμως τελοῦμε σήμερα καί τό μνημόσυνο τῶν ἀδίκως τελειωθέντων ἀδελφῶν μας κατά τή γενοκτονία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Καί εὐχόμεθα ὁ Θεός νά ἀναπαύσει τίς ψυχές τους ἐν χώρᾳ ζώντων καί ἐμεῖς νά διατηροῦμε τή μνήμη τους αἰώνια.