Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου
ΜΕΡΟΣ Γ΄
O Τόλιος Χατζηγώγος, αρχηγός των ρουμανιζόντων στην περιφέρεια Βεροίας, είχε γίνει πολλές φορές στόχος της ελληνικής οργάνωσης, γι’ αυτό κυκλοφορούσε φρουρούμενος από ένοπλους Αλβανούς καβάσηδες κατά τις εξόδους του στην πόλη. Σύμφωνα με τον Αναστ. Χριστοδούλου, τον πυροβόλησε ανεπιτυχώς ο Δημήτριος Παπαγιάννης από τη Βέροια στο καφενείο απέναντι από το Χουνκιάρ τζαμί. Επίσης τον πυροβόλησε και ο Πρόδρομος Σκοτίδας στο κέντρο της πόλης, «[…] έξωθι του καφενείου Βελτσίδου [«ΑΛΤ»], μεμισθωμένον εις τον Δημήτριον Καλογήρου. Αλλά και οι δύο απόπειραι απέτυχον […]» !!! Κατά τον Ι. Παπαδάκη η δολοφονική απόπειρα έγινε «εντός του καφενείου του Λ. Βελτσίδη, από τον αντάρτην Δημ. Κατσάμπαν».
Τα συνεργαζόμενα σώματα του Ν. Τσίπουρα (Τράικου), Β. Σταυρόπουλου (Κόρακα) και Γ. Φραγκάκου (Μαλέα) στις 3.2.1908 επιτέθηκαν σε οπαδούς της ρουμάνικης προπαγάνδας στο χωριό Τσερκόβιανη (Αγ. Ιωάννη), ως αντίποινα για την εκ μέρους τους πυρπόληση του ελληνοβλαχικού χωριού του Άνω Σελίου. Τα ελληνικά σώματα πέτυχαν το στόχο τους, αλλά, όταν τους καταδίωξαν τα τουρκικά αποσπάσματα, πέρασαν τον Αλιάκμονα και κατευθύνθηκαν στην Κόκοβα (Πολυδένδρι) και Σπουρλίτα (Ελαφίνα) στα Πιέρια, που ανήκαν στην επιχειρησιακή ευθύνη του σώματος Ολύμπου. Μετά από τρείς ημέρες παραμονής στα Πιέρια, τα σώματα επέστρεψαν στις περιοχές τους.
Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι η ρουμανική προσπάθεια στη Μακεδονία απέτυχε τελείως και ο πληθυσμός των Βλάχων στη συντριπτική του πλειοψηφία παρέμεινε πιστός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στον ελληνισμό, διατηρούσε έλληνες δασκάλους και εκκλησιαζόταν σε πατριαρχικούς ναούς.
Τη Δευτέρα 21.7/3 Αυγούστου 1908 ο Κόρακας βρισκόταν στο Κάτω Σέλι όταν πήρε τη διαταγή του προξενείου, που τον ανακαλούσε στην Ελλάδα. Η διαταγή του γνωστοποιούσε τη μεταβολή του πολιτεύματος μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Τον πληροφορούσε ότι δόθηκε γενική αμνηστεία στα ανταρτικά σώματα κι ότι έπρεπε χωρίς χρονοτριβή να παρουσιασθούν στα κατά τόπους φρουραρχεία.
Στη Βέροια εμφανίσθηκε στις 7.8.1908 ο παλαίμαχος κλεφταρματολός Πρόδρομος Σκοτίδας, ως επικεφαλής σώματος, που υποκατέστησε τον Βασίλειο Σταυρόπουλο, και δέχθηκε τις προσφωνήσεις, τις ανθοδέσμες και τα φιλιά των Νεότουρκων. Ο Β. Σταυρόπουλος στα απομνημονεύματά του περιέγραψε με συγκίνηση εκείνες τις στιγμές που έπρεπε να σταματήσει τον αγώνα και κατέληξε: «[…] Η ιστορία του αγώνα μας και μαζί η ιστορία του σώματος του καπετάν Κόρακα τελείωνε. Τα παλικάρια μου ετοιμάστηκαν να μπούν για τελευταία φορά όλα μαζί στη Βέροια, όπου τους περίμεναν οι Βεροιείς να τους φιλέψουν και να τους περιποιηθούν, όπως έπρεπε. Εγώ δυστυχώς δεν μπορούσα να τους συνοδέψω. Ήμουνα, βλέπετε, επικηρυγμένος και παρ’ όλη την αμνηστεία, δεν είχα εμπιστοσύνη στους Τούρκους. Έτσι έχρισα πρόχειρα τον Σκοτίδα αρχηγό και τον έστειλα να συνοδεύσει το σώμα στη Βέροια. Εγώ μπήκα κρυφά στην πόλη και απ’ το σπίτι ενός φίλου έβλεπα τί γινόταν στην πλατεία. […] Ο Σκοτίδας φορούσε τη δική μου την καλή φορεσιά και καμάρωνε παντού για καπετάν – Κόρακας. […] Βγήκαν οι απαραίτητοι λόγοι κι ήρθε η σειρά του αρχηγού να μιλήσει κι αυτός. Εκείνη τη στιγμή ομολογώ πως τα χρειάστηκα λίγο. Τί θα γινόταν τώρα; Τί θα ‘λεγε ο Σκοτίδας ; Πώς θα τα κατάφερνε να βγάλει λόγο αυτός που ούτε να μιλήσει καλά καλά δεν ήξερε; Κι όμως ο Σκοτίδας μ’ έβγαλε ασπροπρόσωπο. Σηκώθηκε επάνω και μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια που ταίριαζε σ’ έναν καπετάνιο άρχισε να μιλά άνετα, χωρίς λάθη και παραπανίσιες κουβέντες. […]». Κατά τον Γ. Χιονίδη ο Σκοτίδας, όταν πιέστηκε να βγάλει λόγο, δεν κρατήθηκε και αναφώνησε «Ελευθερία, ελευθερία», ευχή την οποία επανέλαβε και ο Χαλήλ μπέης και ύστερα όλο το πλήθος. Ακολούθησαν εορταστικές εκδηλώσεις κατά τις οποίες Έλληνες και Τούρκοι φωτογραφήθηκαν αδελφωμένοι. Οι γενειοφόροι καπετάνιοι Στριμπίνος, Γκόγκος και τα παλληκάρια τους, πλημμύρισαν τη Βέροια και γλεντοκοπούσαν ολόκληρα μερόνυχτα.
Τον Ιούλιο (; ή τον Αύγουστο) του 1908 ο αρχηγός Κόρακας παρέλαβε μια μέρα στην καλύβα του από το Κέντρο Θεσσαλονίκης ένα μεγάλο μπόγο μαντήλες, άσπρες, μαύρες, κόκκινες, πράσινες, κίτρινες. Είχε την εντολή να τις μοιράσει στα χωριά του Ρουμλουκιού για να αντικαταστήσουν με αυτά οι γυναίκες τις κατσούλες, που φορούσαν, τις περικεφαλαίες δηλαδή, που ήταν το εντυπωσιακότερο μέρος της μακεδονικής φορεσιάς του Γιδά. Δεν είναι γνωστό ποιά «σοφή κεφαλή» σκέφθηκε ότι δήθεν αυτός ο ρουμλουκιώτικος κεφαλόδεσμος είναι … «βουλγάρικος» και ότι οι γυναίκες έπρεπε να τον αντικαταστήσουν με απλές μαντήλες. Ο Κόρακας, αν και δεν καταλάβαινε ποιά σχέση με τον αγώνα μπορούσαν να έχουν τα καλύμματα της κεφαλής των γυναικών, συμμορφώθηκε με τη διαταγή, σαν καλός και πειθαρχημένος στρατιώτης. Πήρε λοιπόν τον μπόγο και με έξι άντρες και δύο πλάβες βγήκε στην ξηρά και πήγε πρώτα στο σπίτι του παπά (Κωνσταντίνου) στο Μικρογούζι. Την άλλη ημέρα ο καπετάνιος κανόνισε πολλές δουλειές με την επιτροπή, εκδίκασε διαφορές των χωρικών, κτηματικές και οικογενειακές. Αφού γευμάτισαν σταυροπόδι γύρω από το χαμηλό σοφρά, κάλεσε την παπαδιά να διαλέξει, όποιο μαντήλι ήθελε. Εκείνη τα βρήκε καλά για την τσέπη και για τον χορό. Όταν όμως της είπε ότι έπρεπε να τα βάλει στο κεφάλι και να βγάλει το κατσούλι της, η παπαδιά αγρίεψε και μαζί με άλλες γυναίκες του δήλωσε: «Άκ’σι να σι πω καπιτάνι(ε). Κιφάλ(ι) πέφτ(ει) κατσιούλι δεν πέφτ(ει). Του έχουμι απ’ τουν Μιγαλιέξαντρου», κι έφυγαν όλες από το σπίτι. Έφυγε κι ο καπετάνιος άπρακτος το βράδυ, μαζί με τον μπόγο, για τη Μέτσ(η). Ο γέρο Πρόδρομος και στενός φίλος του, του είπε: «Με τ’ς γ’νέκις τα έβαλις; Δεν τα βγάνουμι πέρα μ’ αυτές». Το πρωί οι γυναίκες, που είχαν μάθει την διαταγή του καπετάνιου, κήρυξαν επανάσταση. Στο Διαβατό εξαφανίσθηκε και η γυναίκα του καλύτερου συνεργάτη και φίλου του Αμνιώτη. Δεν ήρθε στο σπίτι, ούτε για να ετοιμάσει το φαΐ, παρά μόνο όταν ο άντρας της της μήνυσε με την κόρη τους, ότι θα της σπάσει τα κόκκαλα. Ο Κόρακας γύρισε στο Βάλτο και έστειλε πίσω στη Θεσσαλονίκη τον μπόγο με τα μαντήλια. Πάντως ο Β. Σταυρόπουλος δεν αναφέρει αυτό το θέμα στα απομνημονεύματά του.
Ο υπαξιωματικός Β. Σταυρόπουλος τη Δευτέρα 3.8.1908 ή στα τέλη Αυγούστου (κατά τον Dakin) ή τον Σεπτέμβριο 1908 (όπως ο ίδιος αργότερα έγραψε) πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα με τους ελλαδίτες άνδρες του. Η αίγλη της δράσης του όμως έμεινε βαθειά ριζωμένη στους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι στιχούργησαν τραγούδι γι’ αυτόν με αρκετές παραλλαγές, αλλά και υπερβολές:
Τί έχεις, καϋμένε Κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις ;
Μήνα διψάς για αίματα, Βουλγάρικα κεφάλια ;
Έβγα ψηλά στην Καστανιά, ψηλά κατά το Σέλι
κι αγνάντεψε τα Γιαννιτσά, το δόλιο του Ρουμλούκι […].-
Φωτ. 3. Από δεξιά καθιστοί ο Αθανάσιος Μακρής, ο Πρόδρομος Σκοτίδας, ο λοχαγός Σεραφεντίν, ο Ιωάννης Σημανίκας και ο Δημήτρης Κατσάμπας. Όρθιοι πίσω τους οι οπαδοί τους και μπροστά γονατιστοί άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί (αρχείο Ι. Μοσχόπουλος)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ