Του Χρήστου Στ. Μπλατσιώτη
Οι «Μπούλες» ή αλλιώς οι «Γενίτσαροι και Μπούλες» είναι ένα διάσημο παραδοσιακό δρώμενο που αναβιώνει κάθε χρόνο στη Νάουσα της Ημαθίας κατά την περίοδο της Αποκριάς και την «τοποθετεί» στο επίκεντρο των αποκριάτικων εκδηλώσεων πανελλαδικά διαχωρίζοντάς την από τις υπόλοιπες πόλεις που διοργανώνουν «καρναβαλικές» εκδηλώσεις. Και όπως πολύ σωστά το έχει τονίσει ο πρόεδρος των Ξενοδόχων της Ημαθίας, Δημήτρης Μάντσιος, «η Νάουσα δεν έχει καρναβάλια αλλά Αποκριά που στηρίζεται σε ένα δρώμενο, τους Γενίτσαρους και τις Μπούλες, η αναπαράσταση του οποίου στους δρόμους της πόλης προσφέρει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη και πέρα από το μοναδικό λαογραφικό στοιχείο του, είναι ένα γεγονός που δίνει ξεχωριστό χρώμα στην αποκριάτικη ατμόσφαιρα της πόλης».
Οι «Μπούλες» και οι «Γενίτσαροι» κουβαλούν μια παράδοση αιώνων ίσως και χιλιετιών, αποτελώντας πλέον ένα πασίγνωστο «σήμα κατατεθέν για τη Νάουσα, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν ζητήματα, σε σχέση με το δρώμενο, τα οποία δεν έχουν αποσαφηνιστεί επαρκώς ή συνεχίζουν να κινούνται σε «θολό τοπίο» αφού οι απόψεις περί αυτών εξακολουθούν να διίστανται. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι και η ακριβής ονομασία του.
Μέχρι σήμερα το δρώμενο αναγνωρίζεται με τρείς (3) διαφορετικές ονομασίες και άλλες δύο (2) παραλλαγές τους. Πρόκειται για τις ονομασίες «Μπούλες» της Νάουσας, «Γενίτσαροι και Μπούλες» ή «Γιανίτσαροι και Μπούλες» της Νάουσας και «Γενίτσαροι» ή «Γιανίτσαροι» της Νάουσας. Στο αρχείο για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO όπου έχει ενταχθεί το δρώμενο καταγράφονται και οι πέντε (5) προαναφερόμενες ονομασίες ενώ η διαφωνία των μελετητών επικεντρώνεται κυρίως στο εάν πρέπει να ονομάζεται μόνο «Μπούλες» ή να ονομάζεται «Γενίτσαροι και Μπούλες».
ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΜΠΟΥΛΑ»
Η αλήθεια είναι ότι οι πρωταγωνιστές του δρώμενου είναι οι φουστανελοφόροι του «μπουλουκιού» (έτσι ονομάζεται το τμήμα των χορευτών του δρώμενου) με τη χαρακτηριστική μάσκα, τα ασημένια φλουριά στο στήθος και τις «πάλες» όπως λέγονται τα γιαταγάνια τους ενώ η «γυναικεία» φιγούρα που το συνοδεύει (και πάντα την υποδύεται άνδρας) έχει έναν «δεύτερο» ρόλο και είναι γνωστή με το όνομα «Νύφη». Πως όμως είναι δυνατόν μια τέτοια ατρόμητη, αγέρωχη και περήφανη φιγούρα, όπως αυτοί οι φουστανελοφόροι, να έχει το όνομα «Μπούλα»;
Υπάρχει εξήγηση και τη βρίσκουμε στο βιβλίο «Οι Μπούλες της Νάουσας από́ την φυλετική́ μύηση στην διονυσιακή́ λατρεία» του Θεόδωρου Ζιώτα (Νάουσα 2003) όπου αναφέρονται δύο εκδοχές:
Α) Η λατινική λέξη «bulla» (μπούλα) σημαίνει και κόσμημα ζώνης αλλά και περιδέραιο το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι σαν στολίδι κι επειδή η φορεσιά του φουστανελοφόρου του ναουσαίικου δρώμενου είναι γεμάτη από τέτοια «φτιασίδια» βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι «Μπούλα» ονομάζεται κι αυτός που φέρει στη στολή «μπούλες» (ασημένια, μεταξωτά, κεντητά, πλουμιστά και άλλα τέτοια στολίδια).
Β) Σε περιοχές της Ηπείρου χρησιμοποιείται το ρήμα «μπουλώνω» το οποίο σημαίνει «καλύπτω - σκεπάζω». Με βάση αυτό επίσης μπορεί να υποτεθεί ότι κάποιος που φέρει ένα «προσωπείο» ή έναν «πρόσωπο» (όπως ονομάζεται χαρακτηριστικά η μάσκα στο δρώμενο της Νάουσας) είναι…«Μπούλα(ς)» καθώς «μπουλώνει» το πρόσωπό του.
Στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι η «Μπούλα» από το «μπουλώνω» δεν είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να συνδέσει την ενδυμασία του δρώμενου της Νάουσας, με την Ήπειρο. Υπάρχει και κάτι ακόμη. Η παράδοση αναφέρει πως κατά τον χαλασμό της Νάουσας το 1822, οι πυρκαγιές που κατέκαψαν την πόλη έλιωσαν κι όλα τα καλούπια για τους πρόσωπους» (τις μάσκες που φορούν οι Μπούλες). Όταν αργότερα ήλθε η ώρα για την αντικατάστασή τους, ένας Ναουσαίος με το επίθετο Μπλατσιώτης πήγε στα Γιάννενα όπου εκπαιδεύτηκε («μαθήτευσε») για την πιστή ανακατασκευή των καλουπιών και για χρόνια ήταν ο αποκλειστικός κατασκευαστής αυτής της μάσκας, μεταβιβάζοντας την τέχνη στους γιούς του, ένας εκ των οποίων με το όνομα Αριστείδης Μπλατσιώτης ήταν μοναδικός στο είδος του. Καθόλου παράξενο, η σύνδεση της ανακατασκευής των καλουπιών του «πρόσωπου» με τα Γιάννενα, να έδωσε την ευκαιρία στους Ναουσαίους τεχνίτες εκείνης της εποχής, να γνωρίσουν την ντοπιολαλιά και να ονομάζουν «μπούλες» τις μάσκες που κατασκεύαζαν.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ»
Σε σχέση με τη συμμετοχή του «Γενίτσαρου» στην ονομασία του δρώμενου της Νάουσας, ο καθηγητής Θωμάς Γαβριηλίδης έχει διατυπώσει μια ενδιαφέρουσα θεωρία υποστηρίζοντας ότι το «Γενίτσαρος» σχετίζεται με τον Διόνυσο και τις ρίζες του δρώμενου με τη Διονυσιακή λατρεία. Συνδέει μάλιστα την ναουσαίικη αναπαράστασή του με την αρχαιοελληνική αναπαράσταση του γάμου του Διόνυσου με τη Βασίλιννα (η «Νύφη» του μπουλουκιού της Νάουσας). Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η λέξη «Γενίτσαρος» προέρχεται κατευθείαν από τον Διόνυσο (Διόνυσος – Γιάνουσος – Γιανύτσαρος) γι΄ αυτό και θεωρεί ότι πρέπει να γράφεται ως «Γιανύτσαρος» με «ύψιλον» ενώ για τις Μπούλες πιθανολογεί την προέλευση τους από τις αρχαίες πήλινες κούκλες που αναπαρίσταναν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια τον γάμο του θεϊκού ζευγαριού, τις οποίες οι Ρωμαίοι ονόμαζαν «babula» και μετέπειτα αποδόθηκαν ως «μπάμπουλες» και αργότερα ως «μπούλες».
Όσο για το όνομα «Γενίτσαρος» ή «Γιανίτσαρος» (συνώνυμες λέξεις που η διαφορά τους είναι θέμα τοπικής ντοπιολαλιάς), αυτό συνδέεται και με την περίοδο της τουρκοκρατίας όταν διάφορες ομάδες Ναουσαίων αγωνιστών του απελευθερωτικού αγώνα, εμφανίζονταν ως χορευτές και κρυμμένοι πίσω από τη μάσκα αντάλλασσαν μυστικά και πληροφορίες σχετικά με τη δράση τους. Και το έκαναν αυτό είτε αναβιώνοντας ένα παλιότερο παρόμοιο πατρογονικό έθιμο που το γνώριζαν από τους παππούδες τους, είτε το ξεκίνησαν πρώτοι επιλέγοντας την περίοδο της Αποκριάς για να δικαιολογήσουν τη μεταμφίεση κι αυτό στην πορεία εξελίχθηκε σε έθιμο / δρώμενο.
Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει η άποψη ότι οι χορευτές εκείνης της εποχής ενώ αρχικά είχαν το ενιαίο όνομα «Μπούλες» σταδιακά άρχισαν να αποκαλούνται και «Γενίτσαροι» λόγω των πολλών «αυθαιρεσιών» που διέπρατταν τελώντας τη συγκριμένη αναπαράσταση . Αυθαιρεσίες όπως ο άκρατος ολοήμερος χορός στους δρόμους της πόλης ακόμη και στις νυχτερινές ώρες, όπως η πρόκληση μέσω μιας ενδυμασίας που παρέπεμπε σε εχθρούς της τότε Οθωμανικής εξουσίας, όπως η απόκρυψη του προσώπου τους μέσω της μάσκας, όπως ο «τσαμπουκάς» που έδειχναν με τις χορευτικές φιγούρες τους και άλλα τέτοια. Κάτι σαν τους τότε γνωστούς «γενίτσαρους» δηλαδή, που ήταν η προσωποποίηση του αυθαίρετου για την εποχή και κάπως έτσι βγήκε το όνομα και στους Ναουσαίους χορευτές της «Μπούλας».
«ΠΑΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙΣ ΜΠΟΥΛΕΣ»…
Όμως έστω κι έτσι, τελικά οι «Μπούλες» φαίνεται πως είναι σκέτο «Μπούλες» κι όπως ο Χρήστος Ζάλιος εύστοχα αναφέρει σε κείμενα που έγραψε για το δρώμενο, όταν οι Ναουσαίοι λένε «έρχονται οι Μπούλες» ακριβολογούν γιατί εννοούν ότι έρχεται το μπουλούκι με τους φουστανελοφόρους και τις «νύφες» του δρώμενου κι όπως ορθά επισημαίνει ο ίδιος, η λέξη γενίτσαρος είναι μεταγενέστερη και σίγουρα δεν είναι αυτή που χαρακτηρίζει το έθιμο. Πάντα στη Νάουσα ακουγόταν και θα ακούγεται όταν περνά το μπουλούκι των τελεστών του εθίμου, «έρχονται οι Μπούλες», «περνάνε οι Μπούλες», «θα πάμε να δούμε τις Μπούλες» και ποτέ δεν ακούστηκε η φράση, «περνάνε οι γενίτσαροι», «πάμε να δούμε τους γενίτσαρους».
Στην ίδια γραμμή βρίσκονται και άλλοι Ναουσαίοι μελετητές, όπως ο Στέργιος Αποστόλου, ιστορικός της Νάουσας, ο οποίος σε βιβλίο του (Σύμμεικτα τ. Α΄) συνηγορεί στο ότι η ονομασία του εθίμου πρέπει να περιοριστεί στο «Μπούλες» ενώ και ο αείμνηστος ερευνητής - συγγραφέας της Νάουσας Μανώλης Βαλσαμίδης σε όλα τα έργα του είναι υπέρμαχος του όρου «Μπούλες» και απορρίπτει εντελώς τον όρο «γενίτσαρος» θεωρώντας τον άσχετο με το έθιμο.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο του 2013 μια ομάδα επιφανών ερευνητών της ιστορίας και της λαϊκής παράδοσης της Νάουσας, κατέθεσε υπόμνημα προς τον Δήμο Νάουσας μέσω του οποίου επιχειρηματολογεί στιβαρά ότι η μόνη ονομασία του δρώμενου είναι «Μπούλες» και μόνο με το όνομα αυτό έχει αποδοθεί το έθιμο ως άυλη κληρονομιά των προγόνων των Ναουσαίων στους επιγόνους τους. Το υπόμνημα υπέγραφαν οι, Αποστόλου Στέργιος (ερευνητής, συγγραφέας), Βαλσαμίδης Εμμανουήλ (επίτιμος λυκειάρχης, ερευνητής, συγγραφέας), Ζάλιος Χρήστος (εκπαιδευτικός, ερευνητής, συγγραφέας), Οικονόμου Αλέξανδρος (αρχιτέκτων, συγγραφέας, πρόεδρος της Πολιτιστικής Εταιρείας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος»), Σπάρτσης Νικόλαος (επίτιμος καθηγητής ΤΕΙ, συγγραφέας), Στοΐδης Πέτρος (φιλόλογος, συγγραφέας), Ζάλιου Ευγενία (ερευνήτρια, συγγραφέας), Ζιώτας Θεόδωρος (ερευνητής, συγγραφέας).
Θα κλείσω γράφοντας μια προσωπική εμπειρία. Η Ναουσαία μητέρα μου, παρότι εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βέροια μετά το γάμο της, φρόντισε επιμελώς να κρατάμε άρρηκτους τους δεσμούς με τη γενέθλια πόλη της και ως εκ τούτου κάθε Αποκριά ήμασταν οικογενειακώς παρόντες στη Νάουσα. Θυμάμαι έντονα την προσμονή που κυριαρχούσε σε όλους και στο άκουσμα του ζουρνά και του νταουλιού τρέχαμε να βγούμε στο μπαλκόνι του πατρικού της οδού Δεληδήμου για να δούμε τις «Μπούλες» που θα περνούσαν από κάτω. «Μπούλες» τις έλεγαν όλοι παντού, «Μπούλες» τις έμαθα κι εγώ και επίσης ποτέ δεν άκουσα τη μάνα μου να λέει «πάμε να δούμε τους Γενίτσαρους». Αυτά…
Εύγεστη Τσικνοπέμπτη εύχομαι, χαρούμενη και παραδοσιακή.