Τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στην πανηγυρίζουσα, επί τη εορτή του Αγίου Χαραλάμπους, παλαιά ιστορική Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής «Παναγιοπούλα» Ναούσης.
Η παλαιά ιστορική Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής «Παναγιοπούλα» Ναούσης χρονολογείται τον 19ο αιώνα και κατόπιν ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Παντελεήμονος τα τελευταία έτη στην Ιερά Μονή εγκαταβιούν η Γερόντισσα Κασσιανή και η συνοδεία της.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ διά τοῦ μαρτυρίου … διό ἐν παρρησίᾳ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς».
Στή χορεία τῶν μαρτύρων πού ὡς νέφος προστατευτικό σκέπουν τή στρατευομένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὅλους ἐμᾶς τούς πιστούς πού ζοῦμε καί ἀγωνιζόμαστε «τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως» ἐπάνω στή γῆ τιμητική θέση κατέχει ὁ ἅγιος πού ἑορτάζουμε σήμερα, ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Χαράλαμπος.
Καί ἡ θέση του ὀφείλεται στό γενναῖο ἀγώνα του καί στόν διπλό στέφανo πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό. Διότι ὁ ἅγιος Χαράλαμπος δέν ἀπολαμβάνει στό οὐρανό μόνο τή δόξα τῶν μαρτύρων, ἀπολαμβάνει ταυτόχρονα καί τόν μισθό τῶν φρονίμων καί πιστῶν οἰκονόμων τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον ἀναδείχθηκαν ἐπί γῆς πιστοί καί συνεπεῖς διάκονοι τοῦ Κυρίου, κατέστησαν «ἐπί πολλῶν» στόν οὐρανό, ὅπου ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη».
Ἔτσι τιμᾶται στόν οὐρανό γιά τή διπλῆ προσφορά τῆς ζωῆς του. Ἀφενός γιά τήν προσφορά της ζωῆς του στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου τήν προσφορά τῆς ζωῆς του στό μαρτύριο.
Δέν θά ἤθελα ὅμως σήμερα νά σταθῶ στά περιστατικά τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου, πού πιστεύω πώς εἶναι σέ ὅλους σας γνωστά. Θά ἤθελα νά σταθῶ γιά λίγο στήν ἐπίκληση μέ τήν ὁποία τελειώνει ὁ ἱερός ὑμνογράφος τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους· «διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς».
Ἡ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων εἶναι πολύ συνηθισμένη τόσο μέσα στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς ὕμνους, στίς εὐχές καί στίς ἀκολουθίες της, ὅσο καί στήν καθημερινή ζωή τοῦ καθενός μας. Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἐπικαλούμαστε τούς ἁγίους, πού ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες τους καί τή μεσιτεία τους.
Γιά ποιό λόγο ὅμως τίς ζητοῦμε; Ποιά εἶναι ἡ σημασία τους καί ποιά ἡ ἰσχύς τους στή ζωή καί στόν πνευματικό μας ἀγώνα;
Ἡ ἐπίκληση τῶν ἁγίων εἶναι μία εὐλογημένη συνήθεια πού ἐπικράτησε ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, τότε πού ὁ σύνδεσμος τῶν πιστῶν μέ τούς ἁγίους ἦταν πολύ στενότερος καί πολύ πιό προσωπικός ἀπό ὅ,τι εἶναι σήμερα. Οἱ μάρτυρες ἦταν σάρκα ἀπό τή σάρκα τῆς Ἐκκλησίας· ἦταν γνωστοί, συγγενεῖς, οἰκεῖοι μέ τά μέλη τῆς χριστιανικῆς κοινότητος τῆς πόλεώς τους. Λίγο πρίν ἀπό τό μαρτύριό τους μετεῖχαν στίς ἱερές συνάξεις, στίς λειτουργίες· ἦταν πρόσωπα πού δέν μποροῦσαν οἱ πιστοί νά τά ξεχάσουν. Πίστευαν ἀκόμη ὅτι καθώς ἐπέτυχαν μέ τό μαρτύριο καί τήν ὁμολογία τους αὐτό πού καί οἱ ἴδιοι ποθοῦσαν καί ἐπεδίωκαν, νά φθάσουν δηλαδή κοντά στόν Θεό, ἦταν φυσικό νά διαθέτουν θάρρος καί παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ χάριν τοῦ ὁποίου προσέφεραν τή ζωή τους. Αὐτός, λοιπόν, ὁ στενός σύνδεσμος ἀνάμεσα στά μέλη τῆς ἐπί γῆς Ἐκκλησίας καί στά μέλη τῆς ἐπουρανίου, καί παράλληλα ἡ βεβαιότητα πού πήγαζε ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὅποιος μέ ὁμολογήσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, θά τόν ὁμολογήσω καί ἐγώ ἐνώπιον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ἔκανε τούς πρώτους χριστιανούς νά στρέφονται πρός τούς μάρτυρες καί τούς ἁγίους καί νά ζητοῦν τή βοήθεια καί τή μεσιτεία τους.
Τήν πίστη αὐτή τῶν πρώτων χριστιανῶν καλλιέργησε ἡ Ἐκκλησία μας καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες, ἀφενός, γιατί δημιουργεῖ στίς ψυχές τῶν πιστῶν τό αἴσθημα τῆς ἑνότητος μέ τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, καί ἀφετέρου, γιατί ἀποτελεῖ ἀκλόνητη πίστη της ὅτι οἱ ἅγιοι ἔχουν πραγματικά παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί τόν εὐαρέστησαν μέ τή ζωή καί τό μαρτύριό τους καί ἔτσι μποροῦν μέ τίς πρεσβεῖες τους νά βοηθήσουν καί τούς ἐπί γῆς ἀγωνιζόμενους ἀδελφούς τους.
Δέν θά μποροῦσε, ἄλλωστε, νά συμβαίνει διαφορετικά. Τό αἴσθημα τῆς ἑνότητος μέ τούς ἁγίους μας μᾶς βοηθᾶ πολύ στήν πνευματική μας πορεία. Μᾶς βοηθᾶ, γιατί αἰσθανόμαστε πώς μποροῦμε καί ἐμεῖς νά πετύχουμε τήν ἁγιότητα, ἀφοῦ καί οἱ ἅγιοι πρίν ἀπό ἐμᾶς τήν ἐπέτυχαν· μᾶς βοηθᾶ νά ἐπιθυμοῦμε καί ἐμεῖς τόν οὐρανό, ὅπου κατοικοῦν οἱ οἰκεῖοι μας ἅγιοι, ὅπως ἐπιθυμοῦμε νά πᾶμε σέ ἕνα ἄλλο τόπο προκειμένου νά συναντήσουμε τούς κατά σάρκα συγγενεῖς μας. Μᾶς βοηθοῦν ὅμως περισσότερο ἀπό ὅλα οἱ πρεσβεῖες τους, γιατί οἱ ἅγιοι ὡς ἄνθρωποι γνωρίζουν τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς ἐκλεκτά τέκνα τοῦ Θεοῦ εἰσακούονται ἀπό τόν Θεό, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού καί ὁ φυσικός πατέρας ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα τῶν ὑπάκουων παιδιῶν του. Οἱ ἅγιοι δέν ἔχουν πιά ἀνάγκη νά ζητήσουν κάτι γιά τόν ἑαυτό τους, γιατί ἀπολαμβάνουν ὅ,τι περισσότερο καί μεγαλύτερο πόθησαν, τόν Θεό καί τή σωτηρία τους.
Αὐτήν ἄς ζητήσουμε καί ἐμεῖς ἀπό τόν ἑορταζόμενο ἅγιο Χαράλαμπο, ἐπαναλαμβάνοντας μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο ὄχι μόνο σήμερα ἀλλά καθημερινά τήν ἐπίκληση: «Ὡς στῦλος ἀκλόνητος τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ … ἐν παρρησίᾳ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς».