Του Χρήστου Στ. Μπλατσιώτη
Την περασμένη Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025 ήταν η Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας. H πρωτοβουλία για την ετήσια καθιέρωση αυτής της «Ημέρας» ανήκει στην Ομογένεια και ως ιδέα ξεκίνησε το 2014 έχοντας εμπνευστή τον καθηγητή Γιάννη Κορινθίου, τότε Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων και Αδελφοτήτων της Ιταλίας ενώ θεσμοθετήθηκε το 2017, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας της Ελλάδας. Η επιλογή της ημέρας δεν είναι τυχαία καθώς στις 9 Φεβρουαρίου 1857 απεβίωσε ο Διονύσιος Σολωμός, ο δημιουργός του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» οι πρώτες δύο στροφές του οποίου αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Γράφοντας ένα απλοϊκό κείμενο για την Ελληνική Γλώσσα, με ματιές στα παράπλευρα της ιστορίας της, το πρώτο ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το «πότε άρχισε να ομιλείτε η γλώσσα;». Η απάντηση είναι «από τότε που άρχισαν να υπάρχουν οι Έλληνες» δηλαδή από το 3000 π.Χ. ίσως και νωρίτερα ή αλλιώς από τότε που εμφανίστηκαν στην ελληνική χερσόνησο οι Πελασγοί και οι Λέλεγες οι αρχέγονοι πρόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Το επόμενο ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το «πότε γράφτηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα;». Η απάντηση είναι «τουλάχιστον κατά την εποχή του Χαλκού» δηλαδή από το 2000 π.Χ. περίπου καθώς τότε χρονολογούνται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης «Γραμμικής Α΄», μιας γραφής που χρησιμοποιούνταν από τον Μινωικό πολιτισμό. Έχουν βρεθεί περί τα 60-70 συλλαβογράμματα και 60 ιδεογράμματα αυτής της «πρώτης» ελληνικής γλώσσας, η οποία δυστυχώς δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και δεν γνωρίζουμε περισσότερα για το περιεχόμενό της.
Η ελληνική γλώσσα εξελίχθηκε και από τη Γραμμική Α΄ προήλθε η Γραμμική Β’, η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της Μινωικής γλώσσας της εποχής του Χαλκού και χρησιμοποιήθηκε κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο (1700- 1100 π.Χ.). Η Γραμμική Β’ έχει αποκρυπτογραφηθεί και έχουν μελετηθεί περί τα 5000 κείμενά της, που στην πλειοψηφία τους είναι λίστες εμπορευμάτων που αποθηκεύονται ή διατίθενται στην αγορά. Στις επιγραφές αυτές έχουν διαχωριστεί 89 συλλαβογράμματα και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα) που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί καθώς και ονόματα θεών ή κύρια ονόματα.
Η γλώσσα όμως που αποτελεί την απαρχή της ελληνικής γραμματείας και θεωρείται ως η πρώτη πλήρης μορφή της ελληνικής γλώσσας, είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ομηρικά Έπη, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια». Η δε «Ιλιάδα» που γράφτηκε το γύρω στο 750 π.Χ. και προηγείται της «Οδύσσειας» (γράφτηκε περί το 700 π.Χ.) είναι το πρώτο έργο του Ομήρου αλλά και το πρώτο γραπτό λογοτεχνικό έργο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας.
Σε σχέση με τις προηγούμενες «μορφές» της ελληνικής γλώσσας (Γραμμική Α΄ και Β΄), η Ομηρική γλώσσα, διατηρώντας έναν αριθμό αρχαιότατων λέξεων της μυκηναϊκής περιόδου, περιέχει νέες λέξεις που προφανώς χρησιμοποιούνταν ήδη στην προφορική επικοινωνία όμως γραπτές εμφανίζονται για πρώτη φορά. Υπολογίζεται ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί στα έργα του περί τις 9000 λέξεις, μεταξύ αυτών και 1382 κύρια ονόματα ηρώων ή ονόματα πόλεων και τοπθεσιών.
Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το «δώρο» που κάνει ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, στην Ημαθία. Την περιλαμβάνει ανάμεσα στις τοποθεσίες που σχετίζονται με το έπος της «Ιλιάδας» και της δίνει για πρώτη φορά μια θέση στην ιστορία. Αυτό συμβαίνει στο σημείο όπου ο Όμηρος αφηγείται ένα τέχνασμα της Ήρας για να κοιμίσει τον Δία προκειμένου αυτή να βρει ευκαιρία για αλλάξει τη ροή του πολέμου υπέρ των Αχαιών.
Σύμφωνα με την περιγραφή του ποιητή (Ιλιάδα, ραψωδία Ξ, 226) στην εκκίνηση του σχεδιασμού της, η θεά ξεχύνεται από την κορυφή του Ολύμπου και περνά πάνω από την Πιερία και την «ερατεινή Ημαθία». [1]
Με τον τρόπο αυτό, η λέξη «Ημαθία» περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 1382 κύρια ονόματα του Ομηρικού λόγου και εμφανίζεται για πρώτη φορά στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας. Γνωρίζοντας όμως ότι το έργο του Ομήρου βασίζεται σε διηγήσεις και απαγγελίας ηρωικών ποιημάτων που είχαν αναπτυχθεί τους προηγούμενους αιώνες, είναι βέβαιο ότι η «Ημαθία» συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό λεξιλόγιο πολύ πριν την «εμφανίσει» ο Όμηρος κατά τον 8ο αι. π.Χ..
Επιπλέον, μέσω του Ομήρου, η Ημαθία γίνεται αιτία για να εμφανιστεί για πρώτη φορά εγγράφως και μια από τις πιο «φίνες» λέξεις της ελληνικής γλώσσας, η λέξη «ερατεινή». Ο Όμηρος στη ραψωδία που προαναφέρθηκε παρουσιάζει, για πρώτη φορά, τα ονόματα δύο περιοχών της Μακεδονίας, την Ημαθία και την Πιερία. Επιλέγει όμως να συνοδεύσει με ένα επίθετο μόνο την Ημαθία χωρίς να κάνει το ίδιο και για την Πιερία που την παρουσιάζει «σκέτη». Τυχαίο; Μάλλον όχι.
Η λέξη «ερατεινός» ερμηνεύεται ως ο εξαιρετικά αξιαγάπητος και επιθυμητός, ο ευάρεστος. Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «έραμαι» (αγαπώ) που συνδέεται ετυμολογικά με λέξεις όπως ο έρωτας, ο εραστής, η ερωμένη. [2]
Ποιοι να είναι οι λόγοι που οδήγησαν τον Όμηρο να παρουσιάσει ταυτόχρονα δύο όμορες περιοχές, την Πιερία και την Ημαθία και να «προικίσει» μόνο τη μία από αυτές με ένα τέτοιο χάρισμα και με τόση αβρότητα; Ενδεχομένως κάτι παραπάνω να είχε ακούσει για τον συγκεκριμένο τόπο, κάτι παραπάνω να είχε διασωθεί από τα περασμένα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Όμηρος αξιώνει την Ημαθία με ένα σπουδαίο χάρισμα. Την ονομάζει «ερατεινή», το κάνει μόνο για αυτήν αφού χρησιμοποιεί τη λέξη για μια και μοναδική φορά κι αυτό παραμένει το επίθετο της περιοχής εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Εάν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι η Ομηρική Ημαθία συμπεριλαμβάνεται ως τοπωνύμιο σε μια «ιστορία» που διαδραματίζεται κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (ο Τρωϊκός πόλεμος υπολογίζεται ότι έγινε κάπου ανάμεσα στο 1250 και 1150 π.Χ.) τότε φαίνεται ότι η Ημαθία υπήρχε ως ονομασία ήδη από τον 13ο αιώνα π.Χ. και ο τόπος αυτός συνεχίζει να παραμένει γνωστός με το ίδιο όνομα έως σήμερα, δηλαδή εδώ και 3,5 χιλιάδες χρόνια περίπου. Δεν το λες και λίγο. Κι όλα αυτά χάρη στον Όμηρο, τον οποίο η Ημαθία και οι Ημαθιώτες μάλλον του οφείλουν πολλά.
________________________________
[1] «… Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν· ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα,…». Δηλαδή, «η Ήρα γοργά χιμάει, τ᾿ ακρόκορφα του Ολύμπου παρατώντας, την Πιερία και την ερατεινή την Ημαθία διαβαίνει και στων Θρακών των αλογάρηδων τα χιονισμένα εχύθη βουνά, κορφή κορφή, κι ουδ᾿ άγγιζε τη γη με τα ποδια• κι από τον Άθω απάνω στη θάλασσα περνάει την κυματούσα».
[2} Μπαμπινιώτης Γεώργιος, «ερατεινός,-η, -ό», Λεξικό των πιο απαιτητικών λέξεων της νέας ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα (2015).