Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο Βασ. Σταυρόπουλος αναζητούσε στο Βέρμιο τον ρουμανόβλαχο οπλαρχηγό Νταρλαγιάννη. Μετά από άκαρπη πρόκληση για προσωπική αναμέτρηση, τον Δεκέμβριο του 1907 βρέθηκε στα ίχνη του. Οι άνδρες του συνέλαβαν τον Μπεκίρ αγά, πρωτοπαλίκαρο του Νταρλαγιάννη, ο οποίος για ν’ αποφύγει την εκτέλεσή του προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο με την υπόσχεση να τους βοηθήσει να πιάσουν τον Νταρλαγιάννη. Όταν όμως πέρασαν τρείς μέρες και ήρθαν πληροφορίες για την εμφάνιση τουρκικού καταδιωκτικού αποσπάσματος, ο Σκοτίδας σκότωσε τον Μπεκίρ.
Ο Κόρακας διέτρεχε το Βέρμιο και συχνά ερχόταν αντιμέτωπος με τουρκικά αποσπάσματα. Στις 18 Ιανουαρίου (εορτή Αγίου Αθανασίου) το σώμα του λόγω υπερβολικού ψύχους αναγκάσθηκε να διανυκτερεύσει στο χωριό Τσόρνοβο (Φυτειά). Εκεί κυκλώθηκε από τουρκικό απόσπασμα, αλλά κατόρθωσε με ένα παλιό κλέφτικο τέχνασμα (την έξοδο ενός τράγου προς τους Τούρκους) να τους ξεφύγει. Μετά τη διαφυγή τους ο Β. Σταυρόπουλος ανέθεσε στον Σκοτίδα την εκτέλεση της Βλάχας που τους είχε καταδώσει στους Οθωμανούς.
Στις 8/21 Μαρτίου του 1908, ο Κόρακας είχε επιτεθεί στους ρουμανίζοντες Βλάχους της Δόλιανης (Κουμαριάς) και σκότωσε δύο κατοίκους. Οι ρουμανίζοντες για αντίποινα εκτέλεσαν δύο Έλληνες στη μονή Δοβρά. Όταν πληροφορήθηκε αυτή την εκδικητική δράση του ρουμανίζοντα Απόστολου (Τόλιου) Χατζηγώγου ο Σταυρόπουλος, αποφάσισε να ανταποδώσει. Αποφάσισε να χτυπήσει τον διαβόητο Χατζηγώγο μέσα στη Βέροια. Πήρε μαζί του μόνο τον Σκοτίδα, τον Κατσάμπα και τον Ίτσιο (από τη Γιάντσιστα) και με οδηγό τον Αθανάσιο Καρανάσιο μπήκαν μεταμφιεσμένοι στη Βέροια, όπου η ρουμανική κίνηση είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Οι ρουμανίζοντες είχαν καταλάβει την εκκλησία της Κάτω (ή Έξω) Παναγιάς και κάθε Κυριακή πήγαιναν με πομπή και τραγούδια και λειτουργούσαν εκεί με τον (καθηρημένο) ιερέα Παπαγιώργη, ο οποίος προκαλούσε τους πατριαρχικούς και απειλούσε ότι θα καταλάβει κι άλλες εκκλησίες της Βέροιας. Οι πατριαρχικοί Βεροιώτες είχαν διαμαρτυρηθεί στις τουρκικές αρχές, χωρίς όμως αποτέλεσμα κι έτσι ανέθεσαν το θέμα αυτό στον Σταυρόπουλο. Η ομάδα του με οδηγό τον Καρανάσιο μπήκε κρυφά στη Βέροια και κρύφτηκε όλο το Σαββατόβραδο σ’ ένα χαλασμένο ερημόσπιτο πάνω στο δρόμο από όπου συνήθως περνούσε η πομπή των ρουμανιζόντων. Την Κυριακή 23.4.1908, ημέρα εορτής του Αγίου Γεωργίου, επέστρεφε η πομπή των ρουμανιζόντων από την εκκλησία της Κάτω (ή Έξω) Παναγιάς, συνοδευόμενη από τουρκικό απόσπασμα, με τον Παπαγιώργη επικεφαλής, που είχε λειτουργήσει στη ρουμάνικη γλώσσα. Σαράντα μέτρα πριν φτάσουν μπροστά τους ο Καρανάσιος έδωσε το σύνθημα και απομακρύνθηκε. Οι κρυμμένοι αντάρτες πετάχτηκαν έξω και άρχισαν να πυροβολούν πολλές φορές κατά του Παπαγιώργη, αιφνιδιάζοντας την πομπή. Η φρουρά ανταπέδωσε τα πυρά και τελικά σκοτώθηκαν επί τόπου ένας οθωμανός στρατιώτης κι ένας εβραίος αστυνομικός, τραυματίσθηκαν σοβαρά δύο ρουμανίζοντες, καθώς και μία διερχόμενη Ελληνίδα, ενώ τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά στο δεξιό πόδι, στο χέρι και σε διάφορα άλλα μέρη του σώματός του ο ιερέας, Παπαγιώργης. Βαρειά τραυματισμένος με συντριβή αστραγάλου ο ιερέας μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου τελικά απεβίωσε αργότερα από γάγγραινα. Μέσα στην κατάπληξη και τη σύγχυση που επακολούθησε, η ομάδα των ελλήνων εκτελεστών χώθηκε μέσα σε σπίτια και η οργάνωση της Βέροιας τους φυγάδευσε μέσα από ένα δαίδαλο εσωτερικών διαύλων από τα παραπόρτια και τις εσωτερικές αυλές των Βεροιώτικων σπιτιών, τα οποία η τοπική οργάνωση είχε φροντίσει να κρατήσει ανοικτά για την επιτυχή διαφυγή των ανταρτών. Μετά το επεισόδιο οι Τούρκοι πραγματοποίησαν ευρύτατες έρευνες, αλλά ο Σταυρόπουλος και οι αντάρτες του το ίδιο βράδυ κατόρθωσαν να βγουν από την πόλη και να καταφύγουν στην ασφάλεια της λίμνης. Συνελήφθησαν δώδεκα άτομα ως ύποπτοι και τελικά κρατήθηκαν μόνο δύο αδέλφια. Σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα ήταν παράτολμο και επιτυχημένο. Όμως ένα σώμα ρουμανιζόντων Βλάχων εκδικήθηκε σκοτώνοντας έναν ιερομόναχο κι έναν τσομπάνο της μονής Καλλίπετρας, ενώ τραυμάτισε έναν ακόμη.
Όταν ο Κατσάμπας ανέλαβε να σκοτώσει τον ρουμανίζοντα Δημήτριο Παλλικάργια μέσα στη Βέροια, επειδή δεν τον γνώριζε, συνεργάσθηκε με τον Νικόλαο Καψούρα, που συνήθως μετέφερε την αλληλογραφία των ανταρτών στην οργάνωση της Βέροιας. Στο καρτέρι που του έστησαν στην κεντρική οδό, κοντά στα αλευράδικα, ο οδηγός (τσιασίτης) του Ν. Καψούρα έριξε συνθηματικά ένα σπυρί καλαμποκιού επάνω στον διερχόμενο (στόχο). Τότε ο Κατσάμπας πυροβόλησε εναντίον του, ο Δ. Παλλικάργιας χτυπήθηκε κι έπεσε στη γωνία του καταστήματος του Μ. Γώγου, ενώ ο καβάσης (φρουρός) του πληγώθηκε μόνο.
Στον Κατσάμπα αποδίδεται και η εκτέλεση του επικίνδυνου αλβανού ληστή Ρακίπ Αγά, που ήταν σκληρός διώκτης των Ελλήνων, με την ομάδα του ξεγύμνωνε τους αγωγιάτες και είχε σκοτώσει επτά μαθητές Κοζανίτες που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη. Ο Μήτρης τον έσφαξε με το μαχαίρι του στον κήπο του σπιτιού του Κατινά στη Βέροια με τη βοήθεια αρκετών Βεροιωτών.
Ο Κόρακας ανέφερε το εξής περιστατικό που έγινε τον Απρίλιο (;) 1908. Ένα βράδυ έπιασε μία φοβερή βροχή. Τόσο δυνατή ήταν η νεροποντή, ώστε το πάτωμα και η καλύβα του στη λίμνη παρασύρθηκαν από το νερό. Οι άνδρες του σώματός του δεν μπορούσαν να την βρούν και περίμεναν άστεγοι στην όχθη της λίμνης. Πάνω στην ώρα ήρθε ο οδηγός τους που τους ειδοποίησε ότι φάνηκε από μακρυά τουρκικό απόσπασμα κι ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Κόρακας μάζεψε τους άνδρες του και ξεκίνησαν να απομακρύνονται, με την πρόθεση να ζητήσουν βοήθεια και φιλοξενία στο τσιφλίκι του Χαλήλ μπέη, στο Διαβατό. Οι άνδρες του Κόρακα ανησύχησαν, αλλά ο μπέης τους υποδέχθηκε με αληθινή χαρά. Όλοι τον θεωρούσαν Αλβανό, αλλά η Γιαννιώτισσα μητέρα του τού είχε μάθει ελληνικά. Ήταν ουσιαστικά Έλληνας και αρκετές φορές το έδειχνε. Μόλις μπήκαν στο κονάκι του, στα καλωσορίσματα, ακούστηκαν ποδοβολητά και φωνές από το απόσπασμα ιππικού που τους καταδίωκε και είχε φτάσει έξω από το κτίριο. Ο μπέης αδίστακτα τους οδήγησε στον επάνω όροφο και τους έσπρωξε μέσα σ’ ένα δωμάτιο με χρυσοστολισμένη πόρτα. Τότε ο Σταυρόπουλος και οι άνδρες του κατάλαβαν ότι βρίσκονταν μέσα στο χαρεμλίκι του μπέη, όπου οι φοβισμένες γυναίκες μαζεύτηκαν σε μια γωνιά. Έξω ο μπέης φίλεψε το απόσπασμα, το οποίο αποχώρησε αργότερα κι έτσι έσωσε τη ζωή των ανταρτών. Από τότε ο καπετάνιος και ο μπέης έγιναν φίλοι. -
Φωτ. 2. Ο αντάρτης Δημήτρης Κατσάμπας (αρχείο Ι. Μοσχόπουλου)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ