Του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Η Γαλλική Επανάσταση (1879), φίλοι αναγνώστες, έδωσε το σύνθημά της χωρίς Θεό κοινωνία. Οι πρόδρομοι και οι πρωταγωνιστές της προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνία, που να έχει θεμέλιο τον ορθό λόγο, τη μόρφωση, την ελευθερία, γιατί η θρησκεία, καλώς ή κακώς, εξεπλήρωσε την αποστολή της και δεν έχει να προσφέρει τίποτα πλέον.
Λίγο αργότερα παρουσιάζεται στο προσκήνιο και ο μεγάλος Άγγλος Βιολόγος Δαρβίνος, (1809-1882), ο οποίος διατυπώνει την περίφημη θεωρία της εξελίξεως και της καταγωγής του ανθρώπου από τον πίθηκο. Η θεωρία αυτή, την οποία και σήμερα, δυστυχώς, ακόμη πολύ ευλαβούντας και θα ευχόντουσαν να ήταν αληθινή, αποτελεί τραγική γελοιοποίηση της επιστήμης και μεγάλη κατάπτωση του ανθρώπου, να πιστεύει δηλαδή ότι είναι απόγονος του πιθήκου, ότι κατάγεται από τον πίθηκον. Μετά την θεωρίαν του Δαρβίνου, έρχεται ο πολύς Νίτσε, (1844-1900), ο οποίος δημιουργεί τη θεωρία του υπερανθρώπου, συνέχεια του οποίου υπήρξε ο φυλετισμός και ο ρατσισμός του ναζισμού.
Τις πλάνες αυτές ακολουθούν σήμερα πολλοί περιπλανώμενοι, πλανώντες και πλανώμενοι, φιλόσοφοι και διανοούμενοι, (Καζαντζάκης, Σαρτρ κ.λ.π., οι οποίοι, για να γεμίσουν το κενό της ψυχής τους, αναζητούν νέους θεούς ή κατασκευάζουν νέα είδωλα. Όλοι όμως, δοκιμάζουν εσωτερικά και συνειδησιακά το ψυχικό δράμα του δασκάλου τους Νίτσε, ο οποίος, αφού καταπολέμησε με λύσσα τον αληθινό Θεό και δίδαξε ότι «ο Θεός πέθανε», στο τέλος της ζωής του, επισκέπτεται ένα ναόν, για να τελέσει το Μνημόσυνο του νεκρού Θεού… Έσχατο καταφύγιο του απίστου είναι πάλι ο Θεός...
Οι ανωτέρω δύο, Δαρβίνος και Νίτσε, διεκήρυξαν ότι ο άνθρωπος αποτελεί απλά μια βιολογική ύπαρξη και έτσι έθεσαν τις θεωρητικές βάσεις του υλισμού. Την υλιστική αυτή βάση έρχεται να συμπληρώσει και να αξιοποιήσει ο περίφημος Μάρξ (1818-1883), και να διακηρύξει, θεωρητικά και πρακτικά, ότι όποιος μπορεί να γίνει ισχυρότερος, όποιος μπορεί να κυριαρχήσει, να νικήσει, να εξαφανίσει τον αδύνατον, έχει καθήκον και δικαίωμα να το πράξει και να προχωρήσει χωρίς δισταγμό με οποιοδήποτε μέσον και τρόπο.
Εφόσον δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ούτε έλεγχος, ούτε φραγμός, ούτε δισταγμός. Δίχως Θεό όλα επιτρέπονται, αρκεί να επιτυγχάνεται και να εξασφαλίζεται σκοπός και μεταβαίνουμε έτσι από το κακό στο χειρότερο. Ιδανικό του ανθρώπου γίνεται ο υλισμός και ο ευδαιμονισμός.
Μετά τον Μάρξ έρχεται ο Φρόιντ, (1856-1939). Αρνείται και αυτός το Θεό και στη θέση του τοποθετεί τον σεξουαλισμό. Ο Φρόιντ διακηρύσσει ότι η θρησκεία είναι εκδήλωση απωθημένων συναισθημάτων, μειονεκτικότητος και κατωτερότητος του ανθρώπου και ότι εφόσον δεν υπάρχει Θεός είναι ελεύθερος ο άνθρωπος να επιδίδεται σε όλες τις απαιτήσεις των ενστίκτων.
Ο Δαρβίνος με την Βιολογίαν, ο Νίτσε με την Φιλοσοφία, ο Μάρξ με την Κοινωνιολογία και ο Φρόιντ με την Ψυχολογίαν πρόσφεραν τις βάσεις της υλιστικής κοσμοθεωρίας. Επάνω στις βάσεις αυτές εθεμελίωσαν τα κοινωνικά συστήματα ο Λένιν και ο Χίτλερ και μετέβαλαν τις θεωρίες σε καθεστώτα τα οποία και σήμερα ακόμη μαστίζουν την ανθρωπότητα. Όλα τα ανωτέρω συστήματα έχουν ως βάση και στόχο την κατάργηση του Θεού και την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκείας.
Το τραγικότερον δε σ όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι: οι κήρυκες αυτοί του αθεϊσμού, τις προσωπικές τους πεποιθήσεις τις παρουσίαζαν ως πορίσματα της επιστήμης και εξαπατούσαν τον λαό. Η καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο, (Δαρβίνος), ο υπεράνθρωπος και θάνατος του θεού (Νίτσε), η θρησκεία το όπιον του λαού, (Μάρξ) και η θρησκεία νεύρωση και αυταπάτη (Φρόιντ) παρέσυραν τον άνθρωπον στην πλάνην, απάλλαξαν τη συνείδησή του από τις ηθικές ευθύνες και τον οδήγησαν στον κατήφορο του μηδενισμού και του αμοραλισμού. Έτσι ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τις ηθικές και πνευματικές αξίες, έχασε το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και παρέδωσε τις τύχες του στους ψευδοπροφήτες του υλισμού.
Σήμερα, πολλοί διανοούμενοι θέτουν το ερώτημα! Αντέχει ο χριστιανισμός στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου; Ο σύγχρονος άνθρωπος δηλαδή μπορεί να οικοδομήσει τη ζωή του, μπορεί να στηρίξει το μέλλον του, πάνω στα θεμέλια και τις βάσεις της χριστιανικής θρησκείας; Δεν αποτελεί ύβρη κατά της επιστήμης και της πρόοδου, της ιστορίας, η αποδοχή και τοποθέτηση του Ευαγγελίου ως θεμέλιο της ζωής;
Πρόκειται, όμως, περί πειρασμού… Η ιστορία, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η παγκόσμια πείρα, όλα αποδεικνύουν και επιμαρτυρούν ότι ο χριστιανισμός ανήκει όχι στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Ο χριστιανισμός δεν γερνάει και δεν παρακμάζει, δεν εξαντλείται, δεν διαψεύδεται και δεν χρεοκοπεί… Τα θεμέλια του παραμένουνε πάντοτε στερεά, απρόβλεπτα και αμετακίνητα. Αλλοίμον, αν ταυτίσωμε το χριστιανισμό με τη ματαιότητα και την παροδικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων και των εγκοσμίων συστημάτων.
Τι φταίει ο στόχος, αν αποτυγχάνει ο σκοπευτής; Που απέτυχε ο χριστιανισμός; Ποια κατάκτηση του ανθρώπου δεν στηρίζεται αμέσως ή εμέσως στο Ευαγγέλιο; Που δεν άντεξαν τα θεμέλιά του; Πότε απογοήτευσε και διέψευσε τον πιστό άνθρωπο; (Δεύτε προς με πάντες και εγώ αναπαύσω ημάς). Ποιος μπορεί να τα διαψεύσει αυτά; Ποιος τολμά να τα αρνηθεί; Αντίθετα προς την ως άνω πραγματικότητα, η ιστορία μας προσφέρει πάντοτε την ισχύν και της επαλήθευση των λόγων του Κυρίου: «Χωρίς εμού οὐ δίνασθε ποιεῖν οὐδέν.» (Ιωανν. ΙΕ΄5). Αλλά οι άνθρωποι βλέπουμε και καταγράφουμε μόνο τα αποτελέσματα και αγνοούμε τα αίτια ή ερμηνεύουμε τα γεγονότα με υποκειμενικά κριτήρια. Και είναι καταπληκτική η ικανότητα του ανθρώπου να ερμηνεύει και να τοποθετεί τα γεγονότα έξω από το Θεό, να απαλάσσει τον εαυτό του από κάθε ευθύνη και να παρουσιάζει την πορεία της ιστορίας ως μία τυφλή φυσική αναγκαιότητα.
Ο πνευματικός, όμως, άνθρωπος, ο πιστός και συνειδητόν χριστιανός, έχει πλήρη εμπιστοσύνη στο κύρος και στην αυθεντία του Ευαγγελίου και γνωρίζει καλά ότι: Πύργος χωρίς θεμέλια δεν μπορεί να σταθεί. Σήμερα ο κόσμος είναι οργανωμένος σε διάφορα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά συστήματα και προσπαθεί με αυτά να εξασφαλίσει την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την επιβίωσή του. Αλλά η ειρήνη αυτή τόσο πολύ κουράζει και εξαντλεί τον άνθρωπο, ώστε κυριολεκτικά συντρίβει τον εσωτερικό του κόσμο.
Γιατί η ειρήνη αυτή στηρίζεται πάνω στη βία, τη δουλεία και την αδικία. Και επόμενο είναι όταν πνεύσουν οι άνεμοι να καταλυθεί και να εξαφανιστεί. Αλλά και αυτή η τυχόν αναβολή ή επιβράδυνση της κατάρρευσης πρέπει να αποδοθεί στην πρόνοια και την μακροδοξίαν του Θεού, ο οποίος βλέπει και κρίνει τα γεγονότα, όχι με αστυνομική ή εισαγγελική νοοτροπία, αλλά με το πρίσμα της εσχάτης και τελικής εκβάσεώς τους, «υπό το πρίσμα της αιωνιότητας».