Με ανακοίνωση της, η ΑΔΕΔΥ γνωστοποιεί ότι όπως ενημερώθηκε από την Νομική
Σύμβουλος της, έκανε δεκτή η Τριμελής Επιτροπή
του άρθρου 1 ν.3900/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας
(ΣτΕ) με την ΠΝ 2/16.1.2025
πράξη της, την αίτηση πρότυπης δίκης που κατέθεσε η Ανώτατη Συνομοσπονδία προκειμένου
να εκδικαστεί αγωγή δημοσίου υπαλλήλου, με την οποία ζητείται η καταβολή των
επιδομάτων εορτών και αδείας.
Σημειώνουμε ότι πρόσφατα η ΑΔΕΔΥ είχε ζητήσει από το Συμβούλιο Επικρατείας
να διεξαχθεί ενώπιόν του νέα πιλοτική (πρότυπη) δίκη με βάση το άρθρο
1 ν. 3900/2010 για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους
δημοσίους υπαλλήλους, η οποία και τελικά έγινε δεκτή.
Η ΑΔΕΔΥ, καθώς και ο δημόσιος υπάλληλος που προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο
Αθηνών, διεκδικούν την αναδρομική καταβολή των δώρων για τη διετία 2023-2024,
με την υπόθεση να οδηγείται σε πρότυπη δίκη. Για τα έτη πριν από το 2023 έχει
επέλθει παραγραφή. Η πρότυπη δίκη ζητείται προκειμένου να κριθεί οριστικά το
ζήτημα για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς η επαναφορά των δώρων έχει
γίνει πάγιο αίτημα της ΑΔΕΔΥ, με υποστήριξη και από την Ένωση Δικαστών και
Εισαγγελέων και τα κόμματα του προοδευτικού χώρου.
Η ΑΔΕΔΥ προέβαλε το ανωτέρω αίτημα ως παρεμβαίνουσα υπέρ της αγωγής
(ΑΓ7562/2024) που άσκησε δημόσιος υπάλληλος-μέλος της ενώπιον του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών αιτούμενος την επαναχορήγηση των Δώρων Χριστουγέννων-Πάσχα
και Επιδόματος Αδείας σε μόνιμη βάση, καθώς και την επιδίκαση αναδρομικών ποσών
Δώρων της τελευταίας διετίας.
Η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι η μη επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού αντιβαίνει:
·
Στην αρχή της ισότητας στην κατανομή
δημόσιων βαρών.
·
Στην υποχρέωση του κράτους για κοινωνική
δικαιοσύνη και προστασία.
·
Στην Οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς.
·
Στο άρθρο 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της ΕΕ.
Η αίτηση επισημαίνει επίσης ότι η συνέχιση της κατάργησης υπονομεύει την
αξιοπρέπεια των δημοσίων υπαλλήλων και θέτει ζητήματα συνταγματικής
αναλογικότητας.
To ΣτΕ είχε αφήσει «ανοιχτό παράθυρο»
Η Ολομέλεια του ΣτΕ είχε στο παρελθόν κρίνει τη συνταγματικότητα της
κατάργησης των δώρων, επικαλούμενη εθνικούς και οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, η ίδια απόφαση
είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο επανεξέτασης του θέματος εάν οι
δημοσιονομικές συνθήκες το επέτρεπαν.
Με τη βελτίωση των
οικονομικών δεικτών της χώρας, το αίτημα επανέρχεται, καθώς, σύμφωνα με την
ΑΔΕΔΥ, δεν υφίστανται πλέον έκτακτοι λόγοι που να
δικαιολογούν τη συνέχιση αυτών των μέτρων.
Στην αίτησή της για διεξαγωγή πρότυπης δίκης κατ’ άρθρο 1 του ν.
3900/2010, η ΑΔΕΔΥ αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι:
«Η παράλειψη του κοινού νομοθέτη να
προβεί σε επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο και δη στο
ύψος που όριζε το άρθρο 9 ν.3205/2003, μέσω νομοθετικής ρύθμισης στους
επιμέρους νόμους που ψηφίστηκαν από το 2015 και εντεύθεν, αποτελεί παράλειψη
νομοθέτησης που αντίκειται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και συγκεκριμένα
στην συνταγματική αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρα 4
παρ.1 και 5 Συντ.) στην κρατική υποχρέωση για τη διασφάλιση των κοινωνικών
δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ.1 εδ.α΄ Συντ.),
στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ΄ Συντ.), στην ισότιμη
εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ.4
Συντ.), στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 Συντ.), και στο άρθρο
103 παρ.1 εδ.α΄ Συντ. που ορίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν εκτελεστές
της θέλησης του Κράτους…
Και τούτο διότι,
ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος αξίωσης του
Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής
αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ προς
αντιμετώπιση μιας δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ήτοι η
κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, να κατανέμεται και να διατηρείται
ες αεί σε βάρος μόνον συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, ήτοι των εργαζομένων
στο Δημόσιο, διακυβεύουσα το αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεώς τους, ενόψει μάλιστα
της ραγδαίας ακρίβειας που πλήττει την Χώρα μας.
Η σωρευτική επιβάρυνση αυτών των εργαζομένων, ιδίως όταν διατηρείται επί
μακρόν και δη σε χρόνο απέχοντα άνω της δεκαετίας από τον δικαιολογητικό λόγο
της το πρώτον επιβαρύνσεώς τους – οπόταν έχουν πλέον εκλείψει οι οξείες
δημοσιονομικές συγκυρίες-, καθίσταται πλέον 3 ιδιαίτερα μεγάλη, επαχθής και
είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας
στην κατανομή των δημόσιων βαρών. Τούτο δε λαμβάνοντας υπόψη το ότι ο κοινός
νομοθέτης αφ’ενός μεν διατηρεί αδικαιολογήτως την επίδικη κατάργηση των
επιδομάτων εορτών και αδείας, αφ’ετέρου όμως παραλείπει την νομοθετική
επαναθεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, χωρίς να επικαλείται πλέον
κανένα δημοσιονομικό λόγο στηριζόμενο σε επικαιροποιημένα οικονομικά στοιχεία
που να δικαιολογούν την προσφορότητα/αναγκαιότητα της συγκεκριμένης οικονομικής
επιβάρυνσης της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων.»
Με τη σχετική αγωγή τίθεται το ζήτημα της εξίσωσης των κατωτάτων μισθών των εργαζομένων στα κράτη-μέλη της ΕΕ από την Οδηγία 2041/2022/ΕΕ, αδιακρίτως αν ανήκουν στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με αναγωγή σε κοινά, καθολικά και αντικειμενικά κριτήρια, της επεκτατικής εφαρμογής τής αρχής της ισότητας έτσι ώστε να ισχύσουν και στους εργαζόμενους του Δημοσίου οι ευνοϊκές ρυθμίσεις των άρθρων 136 και 213 Π.Δ. 80/2022 (Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου) που ισχύουν στους εργαζομένους τού ιδιωτικού τομέα, ήτοι η καταβολή: -Δώρου Χριστουγέννων ίσου με τον μηνιαίο βασικό μισθό, -Δώρου Πάσχα ίσου με το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού και -Επιδόματος Αδείας ίσου με το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού.