Του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Μέσα στη γενικότερη πάλη και ζύμωση των ιδεών, φίλοι αναγνώστες, ακόμη και των θεωριών της εποχής μας, υπάρχει το πρόβλημα των σχέσεων Ηθικής και Θρησκείας.
Οι άνθρωποι δηλ. προβληματίζονται αν η ηθική και η θρησκεία είναι το ίδιο ή δυο διαφορετικά πράγματα, αυθύπαρκτα, ανεξάρτητα και αυτόνομα. Αν μπορεί το ένα να υπάρχει δίχως το άλλο, αν αντικαθιστά το ένα το άλλο, αν το ένα χρειάζεται και το άλλο όχι, αν υπάρχουν αντικειμενικά και αυθεντικά κριτήρια παραδοχής ή απόρριψης αυτών, αν οι κανόνες ισχύουν για όλους, παντού και πάντοτε κ.λ.π.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό πολλοί επιχειρούν να διαχωρίσουν την Ηθική από τη Θρησκεία, υποστηρίζοντας μια αυτόνομη και ανεξάρτητη Ηθική, ότι η Ηθική πρέπει να απαλλαγεί από την κηδεμονία της Θρησκείας, ότι ο άνθρωπος πρέπει να εκλέγει μόνος του τους ηθικούς κανόνες και να εκτελεί ελεύθερα και αδέσμευτα τα ηθικά του καθήκοντα, όπως αυτός τα αντιλαμβάνεται κ.λ.π. Υπάρχει μάλιστα και η αντίληψη ότι ο άνθρωπος, και μάλιστα ο μορφωμένος, μπορεί πολύ καλά να είναι ηθικός και χωρίς θρησκεία, να εκλέγει και να πράττει το αγαθό και το ορθό, με λίγα λόγια, είναι δυνατή η ύπαρξη ανεξάρτητης και άθρησκης ηθικής. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι οι σχέσεις μεταξύ Ηθικής και Θρησκείας δεν είναι αρμονικές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στην ψυχή και τη ζωή του ανθρώπου διχασμός προσωπικότητας και σύγκρουση καθηκόντων.
Την δεκαετία του 1970 στην Αμερική, σ΄ ένα επιστημονικό συνέδριο για τη θεωρία της Σχετικότητας, ένας Εβραίος καθηγητής, μιλώντας για τη σχετικότητα και της Ηθικής, είπε οδι δεν υπάρχει σταθερό και απόλυτο κριτήριο καθολικής αναγνώρισης και αποδοχής, γιατί ότι είναι για τον ένα ηθικόν, για τον άλλον είναι ανήθικον και ότι σήμερα είναι επιτρεπτό, αύριο δυνατόν να είναι ανέπιτρεπτον.
Ο Χίτλερ π.χ. με τους στρατιωτικούς, τεχνικούς και επιστημονικούς του συνεργάτες, θεωρούσε τον φόνο εξ εκατομμυρίων Εβραίων ηθική , αγαθή και καλή πράξη, ενώ οι μεταγενέστεροι το εχαρακτήριζαν ως το μεγαλύτερο έγκλημα της παγκοσμίου ιστορίας.
Ισχυρίζονται πολλοί ότι η Ηθική είναι κανόνες του οποίους επινόησαν και εθέσπισαν οι άνθρωποι για τη προστασία της ζωής , της τιμής, της περιουσίας, και γενικά για την εξασφάλιση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Π.χ. το «ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις», κ.λ.π. αποτελούν κανόνες του οποίους έχουν ντύσει οι άνθρωποι με θρησκευτικό και ηθικό ένδυμα, για να προσδώσουν σ΄ αυτά περισσότερο κύρος και να είναι σεβαστά και απαραβίαστα από τους ανθρώπους. Ή ότι η νηστεία είναι απαίτηση υγιεινή και αρετή οικονομική, αλλά για να την τηρεί ο άνθρωπος, προσέδωκαν σε αυτή θρησκευτικό χαρακτήρα και θεία προέλευση.
Ώστε η Ηθική να είναι ένας κώδικας κοινωνικής συμπεριφοράς, που εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες κάθε εποχής και ακολουθεί επομένως την όλη πορεία του ανθρώπου. Λένε, επίσης, ότι πολλοί άθρησκοι και άπιστοι είναι ηθικοί και ενάρετοι άνθρωποι, ενώ αντίθετα, πολλοί πιστοί και θρήσκοι είναι ανήθικοι και αρματολοί. Συνεπώς, η χριστιανική ηθική είναι κάτι το ρευστόν και αποτελεί αντίληψη της κάθε εποχής.
Βεβαίως δεν αρνούνται ότι η ηθική είναι χρήσιμη και απαραίτητη και ότι η θρησκεία την κάνει πιο προσιτή και αφομοιώσιμη, αλλά μόνον δια τον αμόρφωτον και υποανάπτυκτον άνθρωπον. Το χρειάζεται λοιπόν η θρησκεία; Μήπως ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να διακρίνει και να πράττει μόνος του το ηθικώς ορθόν; Γιατί, η επιστήμη, η μόρφωση, ο πολιτισμός, έχουν προοδεύει και μπορούν πολύ καλά να αντικαταστήσουν τη θρησκεία. Πρόκειται, όμως, περί πλάνης. Γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει, το κριτήριο και μέτρο κάθε ηθικής απόφασης και πράξης θα ήταν η υποκειμενική και διαρκώς μεταβαλλόμενη και πλανώμενη αντίληψη κάθε ανθρώπου.
Γεννάται όμως το ερώτημα: Ένας άθεος και άθρησκος άνθρωπος αποκλείεται να είναι ηθικός και ενάρετος; Ασφαλώς όχι. Αντίθετα μάλιστα. Δυνατόν να είναι ηθικότερος και τιμιότερος από ένα πίστον και θρήσκον. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, αν και άθεοι και άθρησκοι, εν τούτοις είναι αγαθοί και ενάρετοι, δίκαιοι και ηθικοί. Γιατί η έμφυτη συνείδηση του ανθρώπου δεν έσβησε παντελώς αλλά τραυματίστηκε και σκοτίσθηκε, το δε φως της θεϊκής πνοής εξακολουθεί να υποκαίει, να θερμαίνει και να φωτίζει, έστω και αμυδρώς. Ο ίδιος ο απ. Παύλος λέγει: «Τα Έθνη μνήμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιεί». Η ηθική, όμως, η οποία στηρίζεται μόνο στο έμφυτο και φυσικό νόμο, είναι καχεκτική και ανάπηρη, ανίκανη να αντιμετωπίσει διαγνωστικώς και βουλιτικώς, τα πολύπλοκα και σύνθετα προβλήματα του ανθρώπου.
Οι αρχαίοι Έλληνες (και άλλοι λαοί φυσικά) εδίδασκαν και εφάρμοζαν την ηθική με βάση τον «ενάρεστον» και την «ευδαιμονίαν» το πρακτικώς ωφέλιμα και συμφέρον. Ήταν ηθική χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική. Για τον άθεο και άθρησκο άνθρωπο το ηθικόν καθήκον (αγάπη, φιλανθρωπία, δικαιοσύνη, αυτοθυσία κ.λ.π.) είναι επιβεβλημένο μόνον εφόσον εξυπηρετεί το ατομικό συμφέρον και ικανοποιεί την ευτυχίαν και την ευδαιμονίαν. Αν, όμως, η εκτέλεση του ηθικού καθήκοντος απαιτεί θυσία, στέρηση, πόνο, δοκιμασία, κ.λ.π. τότε απορρίπτεται, εγκαταλείπεται ή παραβιάζεται, γιατί ακριβώς λείπει η εσωτερική κινητήρια δύναμη της παρουσίας του Θεού.
Ο φιλόσοφος Διογένης ερωτηθείς «Πως αμύνουμαι τον εχθρόν;» απάντησε: «αυτός καλός και αγαθός γινόμενος (Πλουτάρχου, πως αν τις υπ΄εχθρών ωφελείτο, 88, Β΄). Η απάντηση αυτή εκ πρώτης όψεως φαίνεται ευαγγελική, αλλά διαφέρει βασικά, γιατί δεν στηρίζεται εις την προ του πλησίον αγάπη. Πρόκειται δηλ. περί τακτικής αντιμετώπισης του εχθρού, δια της καλής συμπεριφοράς, με το «μαλακό», για να μην ερεθιστεί ο αντίπαλος και αντιδράσει σκληρά.
Καμία Ηθική δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν έχει υπερφυσική βάση. Και τέτοια βάση προσφέρει μόνο η Χριστιανική θρησκεία. Θρησκεία και Ηθική συμπίπτουν. Η θρησκεία προσφέρει το κύρος και την αυθεντίαν των αληθειών, η δε ηθική της επεξεργάζεται και τις μετατρέπει σε πράξεις, έργα, ζωή. Ηθική, Θρησκεία και Ευαγγέλιο αποτελούν μια ενότητα. Όλα στηρίζονται στο θείο Πρόσωπο του Χριστού.