ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ -ΣΧΟΛΙΑ: ΘΩΜΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ: Ο ΔΥΣΜΟΙΡΟΣ
ΜΕΝΕΣΤΡΑΤΟΣ
1 Ενώ καβάλαε μέρμηγκα σαν να καβάλαε λέφαντα
2. ο δύσμοιρος Μενέστρατος ολόξαφνα γκρεμίστηκε
3. κι ανάσκελα ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στο χώμα.
4. Πεσμένος όπως ήτανε θανάσιμα κλοτσήθηκε
5. και ξεψυχώντας λέει: «Αχ, ω φθόνε, έτσι επίσης
6. ιππεύοντας σκοτώθηκεν κι ο λαμπερός Φαέθοντας.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ε.Α. 11, 104.
1. Ιππεύων μύρμηγκι Μενέστρατος, ως ελέφαντι,
2. Δύσμοιρος εξαπίνης ύπτιος εξετάθη,
3. Λακτισθείς δ΄ως είχε το καίριον, «Ω φθόνε,» φησίν
4. «ούτως ιππεύων ώλετο και Φαέθων.»
ΣΧΟΛΙΑ
Ο Έλληνας επιγραμματοποιός Λουκίλλιος, στον οποίο αναφέρθηκα και στο σημείωμα της 14-15 Δεκεμβρίου 2024, το σχετικό με το επίγραμμά του το αφιερωμένο στον πυγμάχο Στρατοφώντα, άκμασε στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μ.Χ.)
Συνέθεσε σκωπτικά (περιγελαστικά) επιγράμματα για διάφορους ανθρώπινους τύπους, βάζοντας συχνά στην υπηρεσία των στόχων του και πρόσωπα από την αρχαία ελληνική μυθολογία, δίνοντας έτσι και σε μας την ευκαιρία να φρεσκάρουμε τις μυθολογικές μας γνώσεις.
Χρησιμοποιεί και αυτός, όπως και ο όχι πολύ μεταγενέστερός του επιγραμματοποιός Νίκαρχος, το σχήμα της υπερβολής ως τα ακρότατα όριά του, κάτι που, όπως φαίνεται, ήταν πολύ αρεστό στους αναγνώστες των δυο πρώτων μετά Χριστόν αιώνων.
Έτσι ο πυγμάχος Στρατοφώντας γίνεται εντελώς αγνώριστος, ακόμη και στον εαυτό του, λόγω της δουλειάς του και ο Μενέστρατος εξαιτίας της επιθυμίας του να είναι λεπτόσωμος φτάνει στο σημείο να καβαλάει ένα μερμήγκι και να πέφτει και να γκρεμοτσακίζεται από αυτό και να πεθαίνει δεχόμενος φονικό (καίριο) κλότσημά του(!) έχοντας ως τελευταία ευχαρίστηση ότι πεθαίνει με τον ίδιο θάνατο που έχασε τη ζωή του και ο μυθικός Φαέθοντας!
Ο ΦΑΕΘΩΝ
Ο Φαέθοντας (Φαέθων), σύμφωνα με τον επικρατέστερο από τους σχετικούς με αυτόν μύθους των αρχαίων Ελλήνων, ήταν γιός του θεού Ήλιου και της Ωκεανίδας Κλυμένης.
Για τη ζωή του Φαέθοντα είχαν γράψει οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές Ησίοδος, Αισχύλος και Ευριπίδης, αλλά την πιο πλήρη περιγραφή της τραγικής του περιπέτειας την έχουμε από το Λατίνο ποιητή Οβίδιο στο έργο του «Μεταμορφώσεις», επειδή των άλλων τα σχετικά έργα δεν διασώθηκαν.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Οβίδιο ο Φαέθοντας κάποτε φιλονικώντας με το γιό του ποτάμιου θεού Ινάχου, τον Έπαφο, για το ποιος είχε πιο σπουδαίο πατέρα, άκουσε να του λέει ο αντίπαλός του ότι είναι χαζός, επειδή πιστεύει στο παραμύθι που του λέει η μάνα του ότι τάχα είναι γιός του θεού Ήλιου, και ντροπιασμένος πήγε τρέχοντας στη μάνα του και την παρακάλεσε να του δώσει αδιαμφισβήτητα σημάδια ότι πράγματι ο Ήλιος ήταν ο πατέρας του.
Όταν τον είδε τόσο πολύ ταραγμένο η μάνα του, ύψωσε τα χέρια της προς τον Ουρανό και κοιτώντας τον Ήλιο του είπε: «Σου ορκίζομαι, παιδί μου, σ΄ αυτές τις αστραφτερές ακτίνες, σ΄ αυτό το άστρο που μα βλέπει και μας ακούει, ότι ο Ήλιος που μας φωτίζει είναι ο πατέρας σου.
Αν σου λέω ψέματα, να με τυφλώσει και να ΄ναι η σημερινή μέρα η τελευταία που τον βλέπω.
Άλλωστε η Ανατολή, όπου μένει, είναι κοντά μας κι αν θέλεις, ανέβα στο παλάτι του και ρώτησέ τον ο ίδιος.»
Χωρίς να χάσει καιρό ο Φαέθοντας πήγε στον πατέρα του, που τον καλοδέχτηκε και ορκίστηκε μάλιστα στη Στύγα, τον ιερότερο όρκο των θεών, ότι θα του έδινε όποια απόδειξη, ότι είναι αυτός ο πατέρας του, θα του ζητούσε, χωρίς να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να το μετανιώσει για τον όρκο του, κάτι που έγινε, όταν ο Φαέθοντας του ζήτησε να οδηγήσει αυτός το θεϊκό άρμα μια μέρα.
Μάταια ο θεός Ήλιος προσπάθησε να πείσει το γιό του να μην επιμείνει στο αίτημά του. Ο Φαέθοντας ήταν αμετάπειστος. Πήρε τα ηνία στα χέρια του και άρχισε την ουράνια διαδρομή χωρίς να υποψιάζεται τις τραγικές συνέπειες της αποκοτιάς του, οι οποίες άρχισαν μόλις τα άλογα του Ήλιου αντιλήφθηκαν ότι δεν τα οδηγούσε ο ίδιος ο θεός άλλα κάποιος άλλος πολύ ελαφρύτερος.
Σε λίγο ο Φαέθοντας έχασε εντελώς τον έλεγχο της οδήγησης του θεϊκού άρματος, τον πήγαιναν όπου ήθελαν τα ακυβέρνητα άλογα με συνέπεια, όταν απομακρύνονταν πολύ από τη γη αυτή να παγώνει και όταν την πλησίαζαν, αυτή να καίγεται, ως που πήρε το σύμπαν φωτιά. Ουρανός και γη καιγόταν , τα άστρα κινδύνευαν να χαθούν και τότε η θεά Γη βλέποντας ότι οδηγούνταν στον αφανισμό ύψωσε τα χέρια της προς τον Δία και του ζήτησε να επέμβει.
Ο παντοδύναμος Δίας άκουσε την παράκληση της θεάς Γης και για να σώσει τον κόσμο κεραυνοβόλησε τον νεαρό και απερίσκεπτο Φαέθοντα, που κεραυνοβολημένος έπεσε νεκρός στις όχθες το Ηριδανού ποταμού, όπου και τον έθαψαν οι αδερφές του οι Ηλιάδες, οι οποίες έκλαιαν αδιάκοπα ώσπου μεταμορφώθηκαν σε λεύκες, που σκιάζουν τον τάφο του. Η αδελφική αγάπη συγχωρεί τα πάντα και δε νικιέται ούτε και από το θάνατο.
ΗΡΙΔΑΝΟΣ
Το όνομα Ηριδανός το είχε ένας ποταμός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, αλλά και ένα ποταμάκι της Αθήνας, πού έχοντας την πηγή του στο λόφο του Λυκαβηττού διέσχιζε την πόλη (κάπου διάβασα ότι τη διασχίζει και τώρα κάτω από τις πολυκατοικίες που χτίστηκαν πάνω του) και το περίφημο αρχαίο κοιμητήριο το Κεραμεικού ( όπου είχα την ευκαιρία πριν από χρόνια να τον δω να ρέει σαν ρυάκι λίγο πιο πέρα από τον τάφο του περίφημου Αθηναίου ιππέα Δεξίλεω).
Ο Ηριδανός ποταμός της Αθήνας είναι παραπόταμος του Κηφισού.