Του Δημήτρη Κουμούση
Στην εφημερίδα «Φρουρός» της Βέροιας, στο φύλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1973 δημοσιεύτηκε το παρακάτω χρονογράφημα, το οποίο μας θύμισε ο υπογράφων και χρόνια συνεργάτης του ΛΑΟΥ, στην λήξη του 2024, 51 χρόνια μετά…
«Σε λίγο θ’ αποχαιρετήσουμε το 1973. Θα φύγη όπως και τόσα άλλα. Τώρα λοιπόν που ασυναίσθητα το χέρι μας, θ’ αλλάζη τον ημεροδείκτη, πρέπει να διώξουμε τις τυχόν μελαγχολίες. Νέα χρονιά, καινούργια σχέδια, όμορφες ελπίδες, κι’ όνειρα ευτυχισμένα!
Ποιος ξέρει άραγε αν αυτή η χρονιά που έρχεται δεν θα μας βγη καλλίτερη απ’ αυτήν που φεύγει; Οφείλουμε όμως, με μια ανθοδέσμη χαράς, γεμάτη από αισιοδοξία να βγούμε και να υποδεχθούμε το 1974.
Με το πέρασμά του μπορεί να μας ρίξη στάχτη στα μάτια τότε όμως το κρίμα νάναι δικό του. Με χαρούμενη διάθεση εμείς, (όλοι μας) τον χαιρετάμε. Γεράσαμε, όμως ένα χρόνο παραπάνω ίσως σκεφθή κανένας. Ε! δεν βαρυέστε!
Η ηλικία του καθένα μας, μετριέται πιο πολύ με την κρίση και την αίσθηση του εαυτού μας, παρά με τα άψυχα νούμερα.
Δώδεκα παρά ένα λεπτό στις 31 Δεκεμβρίου είμαστε ακόμη νέοι. Δώδεκα και ένα στην αλλαγή του χρόνου είμαστε (λένε όλοι) ένα χρόνο γεροντότεροι. Όχι! Γιατί;;
Μήπως έχουμε κανένα εσωτερικό χρονόμετρο; Είναι ίσως μεγάλη ανοησία το να προσφεύγουμε σε μετρητές εξωτερικούς για να μάθουμε απ’ αυτούς αν ανήκουμε στην ομάδα που λέγεται «νειάτα» ή αν βαδίζουμε όλο και πιο αθόρυβα κι αργά στο χιονοστρομένο μονομάτι της ζωής, στα γεράματα.
Όλοι μας όμως, είμαστε εντελώς ανίκανοι για να αντιλαμβανώμαστε τον χρόνο που περνά. Δεν μπορούμε εφ’ όσον δεν μας εφωδίασε ο Θεός με κάποιον τέτοιο μετρητή να προσδιορίσουμε και να καθορίσουμε με δικά μας μέσα, τον χρόνο. Άρα αν δεν έχουμε συνείδηση του χρόνου, οπωσδήποτε δεν θάχουμε συνείδηση και της ηλικίας μας. Δεν θα βιαζόμαστε ποτέ να πούμε ότι γεράσαμε.
Όλες οι εφευρέσεις θαυμάσιες.
Ο ημεροδείκτης όμως άθλια επινόηση. Βρήκε ο άνθρωπος τον εχθρό του. Η μελαγχολία μεγαλώνει ακόμη, όταν αντικρύζουμε, αυτές τις μέρες, ρολόγια, χρονόμετρα, αντζέντες, ημεροδείκτες, κι ‘ όλα αυτά γιατί ένας χρόνος περνά. Τι είναι όμως αυτός ο χρόνος; Ένα πανίσχυρο… τίποτα. Χωρίς προσωπικότητα και πραγματικότητα, ένας κακώς εφιάλτης του εσωτερικού μας κόσμου. Μας υποτάσσει με το στανιό λέγοντας: «Όσο θέλω εγώ είσαι, όχι όσο νοιώθεις».
Νειάτα είμαστε. Παιδιά και θα μείνουμε πάντα… παιδιά (που λέει και το τραγούδι).
Μέσα μας η νιότη λαχταρά για χάδια παιγχνίδια και ερωτική έξαρση. Η ψυχική μας όμως όρεξη, προδίνεται από τους αριθμούς που είναι ξεροί, χωρίς αντίκρυσμα.
Αλήθεια! Πόσοι δεν είναι αυτοί που ταλαιπωρημένοι, μαραμένοι, κατσούφιδες, από τότε που άρχισαν να καταλαβένουν την ζωή δεν γνώρισαν τα «νειάτα»; Κι όμως η διαφορά της χρονιάς που γεννήθηκαν από την χρονιά που έρχεται δεν ξεπερνά τα τριάντα.
Σ’ άλλους όμως (στους περισσότερους) σ’ αυτός που ασπρίζει το κεφάλι, η καρδιά τους κάνει τικ – τακ για επισόδια, νιότης ξεσπάσματα.
Προθυμία για σάρκα, με πλούσια αισιοδοξία, ευθυμία και ζωντάνια για περιπέτεια, χορό γλέντι και κέφι.
Όμως ο χρόνος, ο τύραννος δεν καταλαβαίνει… τίποτα. Αυτός βάζει το νερό στ’ αυλάκι και προγραμματίζει για τη ζωή του καθένα μας ξεχωριστά. «Θα ντυθούμε ένα χρόνο μεγαλύτεροι, φορώντας μάσκα γέρικη, γιατί έτσι το θέλει ο ημεροδείκτης κι ας έχουμε μέσα μας άσβεστη της νιότης την φλόγα. Τέρμα λοιπόν στην μελαγχολία. Καλή Χρονιά».