Υπήρχε ένα απόμακρο εκκλησάκι εκεί πέρα,
μοναστήρι εγκόσμιας πίκρας.
Στα καμπαναριά οι καλόγεροι προσεύχονταν
ανεμίζοντας δάφνες.
Βουτηγμένη στο κόκκινο αιμορραγούσε η μνήμη,
ζητώντας γονατιστή
ελεημοσύνη απ` το ΠΑΡΟΝ.
Ημιμαθείς άνθρωποι με τιράντες
και βαρύ φορτίο εύθραυστης αθωότητας
αναρωτιόνταν πώς «λύνεται» το ΧΘΕΣ;
Μετρούσα όσα άστρα μπορούσα τότε.
Να προλάβω την επέτειο της βελτίωσης του καιρού,
γιατί μεγάλωσα αυτοδίδακτος,
καθισμένος στην τραπεζαρία των θαυμάτων.
Είχα το Νου μου στον Χρόνο
που πέρναγε απ` τα παράθυρα.
Έτσι, καιρό ξεχάστηκα
κοιτάζοντας το πλοίο που ταξίδευε την ΤΥΧΗ
στην «θάλασσα των ερωτηματικών».
Πόσες λέξεις κρυώνουν έλεγα;
Πόσες αποφεύγουν τα ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ;
Ποιες κλειδώνονται στην μοναξιά;
Ποιες νοσταλγούν την αλφαβήτα των ελπίδων;
Ποιες γκρινιάζουν στις εφημερίδες;
Γιάννης Ναζλίδης
14 Δεκεμβρίου 2024