Γράφει ο Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Ο εξαρχικός Λάζος Δουγιάμας είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον Γκόνο για την αποσκίρτησή του από τους κομιτατζήδες. Το Προξενείο του ζήτησε ως εχέγγυο την αποστολή ομήρων σε ελληνική περιοχή και την έναρξη της δράσης του εναντίον των εξαρχικών. Τότε ο Λάζος «εις δε τους εν Τσερναρέκα φίλους του συστήσας, ίνα προσέλθωσι εις την Ορθοδοξίαν, όπερ και εγένετο. Πλην τούτων όλων και ο ίδιος μεθ’ ενός των οπαδών του κατήλθε τη συνοδεία ημετέρων εις Ρουμλούκιον πρό τινων ημερών, ήδη δε φιλοξενείται εν Ελληνικώ σώματι». Το βράδυ της Παρασκευής 18/31.7.1908 ο καπετάνιος Ματόπουλος αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη για την Κουλακιά, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Δ. Κάκκαβος στα απομνημονεύματά του έγραψε ότι, όταν προσχώρησε στο πατριαρχείο ο πρώην εξαρχικός οπλαρχηγός Λάζος Δουγιάμας, θεωρήθηκε καλό να επικοινωνήσουν προσωπικά μαζί του οι υπεύθυνοι του Προξενείου Αλέξανδρος Μαζαράκης και ο Δημ. Κάκκαβος (Ζώης) μαζί με το «γιατρό» Αντωνάκη στην Κουλακιά, όπου τον συνάντησαν, καθώς και με τους μεσολαβητές Γκόνο Γιώτα και Αποστόλη Ματόπουλο. Τότε φωτογραφήθηκαν στο εσωτερικό κατοικίας στην Κουλακιά με τη φωτογραφική μηχανή του Δ. Κάκκαβου. Η εμφάνιση των φωτογραφιών έγινε από τον Μιχαήλ Λιόντα, αλλά ο Κάκκαβος κράτησε τις φωτογραφικές πλάκες για να μην αποτελέσουν πειστήριο για τη στενή συνεργασία στελεχών του Προξενείου με αντάρτες.
Γι’ αυτή τη συνάντηση των τριών οπλαρχηγών ο Γ. Μόδης περιέγραψε ένα περιστατικό με αρκετές υπερβολές και άλλη χρονολόγηση ως εξής: «Μετά το χουριέτ […] βρίσκονταν ο Γκόνος, ο Λάζος Δουγιάμας και ο Αποστόλης στη Χαλάστρα στο σπίτι του Φώτη Καλλιγιάννη. Πρόβαλε ξαφνικά τουρκικός στρατός. Οι τρεις οπλαρχηγοί φόρεσαν τότε χωριάτικα, πήραν δρεπάνια στον ώμο και ανέβηκαν σ’ ένα κάρο σαν φιλήσυχοι ραγιάδες, που πήγαιναν να θερίσουν τα λιβάδια. Είχαν τα όπλα έτοιμα κάτω από μια ψάθα. Δεν χρειάστηκε να τα χρησιμοποιήσουν».
Στη συνέχεια ο Γκόνος Γιώτας (μάλλον έχοντας μαζί του και τον Λάζο) αναχώρησε για τα Γιαννιτσά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον άσπονδο εχθρό του αρχικομιτατζή Αποστόλ Πετκώφ. Αυτός είχε εμφανισθεί εκεί με 400 ένοπλους συντρόφους του απ’ όλη την περιφέρεια, στρατοκρατούσε την πόλη και κατέλαβε το διοικητήριο. Διέδιδε ότι το τουρκικό κομιτάτο τον είχε διορίσει βαλή της περιφέρειας Γευγελής-Γιανιτσών, προκαλώντας την οργή του τοπικού διοικητή.
Την Κυριακή 20 Ιουλ./2 Αυγούστου 1908 ο Απ. Ματόπουλος συνοδευόμενος από εβδομήντα περίπου έφιππους χωρικούς από το Ρουμλούκι, πήγε στα Γιαννιτσά μετά από πρόσκληση του Γκόνου Γιώτα, για να ενισχύσει το ελληνικό στοιχείο ως αντιπερισπασμό στην εκεί παρουσία του Αποστόλ Πετκώφ. Στην είσοδο της πόλης τούς υποδέχθηκε πλήθος Ελλήνων από όλη τη γύρω περιοχή και με την μπάντα να προπορεύεται δημιουργήθηκε μεγάλη πομπή που διέσχισε όλη την πόλη, σταματώντας σε κάθε γωνιά για τραγούδια και χορούς. Με διαταγή του Απ. Πετκώφ οι Βούλγαροι παρέμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Την επομένη το πρωί η τοπική επιτροπή του Κομιτάτου υποχρέωσε τον Απ. Ματόπουλο να συναντηθεί με τον Απ. Πετκώφ στην πλατεία των Γιαννιτσών και, αφού αντάλλαξαν απλή χειραψία και λίγες ψυχρές κουβέντες, αποχώρησαν.
Όταν ο αγώνας σταμάτησε σε ολόκληρη τη Μακεδονία, στο Προξενείο επικράτησε η σκέψη να συνεχίσει να διατηρεί ένοπλο πυρήνα στην περιοχή του Ολύμπου, καθώς η θέση του κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν ιδιαίτερα ζωτική. Μετά όμως από την απειλητική στάση των Τούρκων, το Προξενείο Θεσσαλονίκης παραιτήθηκε από αυτή τη σκέψη, γι’ αυτό ο αρχηγός της περιοχής Φραγκάκος (Μαλέας) επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Νικόλαος Στριμπίνος και Γκόγκος γύρισαν στα χωριά τους, με την ετοιμότητα να αναλάβουν δράση σε περίπτωση ανάγκης (οπότε συνεχίσθηκε η χρηματοδότησή τους από το προξενείο). Για το σκοπό αυτό διατηρήθηκαν οι αποθήκες οπλισμού της περιοχής, ενώ το Προξενείο Θεσσαλονίκης έστειλε επανειλημμένα εκεί για περιοδεία τον Μιχ. Αναγνωστάκο, τον οποίο ιδιαίτερα σέβονταν και αγαπούσαν οι κάτοικοι. Τότε η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να κλείνει την στρόφιγγα της χρηματοδότησης των ελληνικών ενεργειών στη Μακεδονία.
Στο Ρουμλούκι οι αρχηγοί Γκόνος Γιώτας και Αποστόλης Ματόπουλος διέλυσαν τα σώματά τους κι εγκαταστάθηκαν ο πρώτος στα Γιαννιτσά κι ο δεύτερος στον Γιδά. Κράτησαν όμως κοντά τους τους ικανότερους από τους οπλίτες τους, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν ως πυρήνες σε περίπτωση ανασυστάσεως των σωμάτων τους. Σύμφωνα με έκθεση του Κυριάκου Ταβουλάρη για το Προξενείο Θεσσαλονίκης «μέχρι της ανακηρύξεως του Συντάγματος το Ρουμλούκι απετέλεσε αναπόσπαστον μέρος εις τε την διοίκησιν και ενέργειαν του διαμερίσματος Γενιτσών, ως και εκ των κατά καιρούς υποβληθεισών εκθέσεων καταφαίνεται. Αλλά από της αναχωρήσεως των εξ Ελλάδος αρχηγών, χωρισθέν εις δύο τμήματα διωκήθη το μέν υπό του καπετάν Γκόνου των Γενιτσών, το δε υπό του Αποστόλη εκ Γιδά. Πράγματι η διοίκησις του διαμερίσματος έβαινεν καλώς. Αλλ’ ως γενικώς δυνάμεθα να είπωμεν η ειρηνική εργασία διέφθειρεν εν μέρει τους πληθυσμούς, επενεργήσασα ομοίως και επί τινων αρχηγών του, ως επί του καπετάν Αποστόλη, όστις υποκύψας εις το δέλεαρ του χρήματος ήρξατο λαθρεμπόριο όπλων. Ούτος αμέσως ετιμωρήθη επιεικώς διά τας κατά την ένοπλον δράσιν υπηρεσίας του και τα επιδειχθέντα αυτού προσόντα πειθαρχίας, γενναιότητος κλπ, διά παύσεως, το δε σώμα του διελύθη». Σύμφωνα με την ίδια έκθεση το Προξενείο ανέθεσε στον καπετάν Γκόνο Γιώτα τις επιχειρήσεις κατά της δράσης του Αποστόλ Πετκώφ.-
Φωτ.4.- Οι οπλαρχηγοί Αποστόλης και Γκόνος