ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ -ΣΧΟΛΙΑ:
ΘΩΜΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΣΤΟΝ ΠΥΓΜΑΧΟ ΣΤΡΑΤΟΦΩΝΤΑ
1. Όταν εγύρισε γερός στη γη την πατρική του
2. Ο Οδυσσέας ύστερ΄από μια εικοσαετία,
3. Ο σκύλος του τον γνώρισε, μόλις τον είδε, ο Άργος,
4. Ενώ εσένα, Στρατοφών, μετά ΄πο πυγμαχία,
5. Που κράτησε συνολικά τέσσερις βέβαιες ώρες,
6. Σ΄αναγνωρίζουν τα σκυλιά μα όχι και η πόλη.
7. Κι αν θα θελήσεις για να δεις πως είσαι στον καθρέφτη,
8. «δεν ειμ΄ ο Στρατοφών» θα πεις εσύ δίνοντας κι όρκο.
ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ Ε.Α.ΧΙ, 77. ΕΙΣ ΠΥΚΤΑΣ
1. Εικοσαετούς σωθέντος Οδυσσέος εις τα πατρώα
2. έγνω την μορφήν Άργος ιδών ο κύων,
3. αλλά συ πυκτεύσας, Στρατοφών, επί τέσσαρας ώρας,
4. ου κυσίν άγνωστος, τη δε πόλει γέγονας.
5. Ην εθέλης το πρόσωπον ιδείν ες έσοπτρον εαυτού,
6. «Ουκ ειμί Στρατοφών», αυτός ερείς όμόσας.
ΣΧΟΛΙΑ
Α) Το παράπανω επίγραμμα αποτελείται από τρια ελεγειακά δίστιχα, στα οποία χάριν του μέτρου η γενική Οδυσσσέως γράφεται με ο και το όνομα Στρατοφών χρησιμοποιείται σε ονομαστική και όχι σε κλητική Στράτοφον.
Β) Ο Λουκίλλιος ήταν Έλληνας, επιγραμματοποιός που άκμασε, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (54 – 68 μ.Χ.) του οποίου μάλιστα υπήρξε και προστατευόμενος. Είχε γράψει δυο βίβλια επιγραμμάτων από τα οποία σώθηκαν συμπεριληφθέντα στην Ελληνική Ανθολογία 180, τα περισσότερα σκωπτικά, όπως αυτό που μας απασχολεί στο σημερινό σημείωμα.
Στο ενδέκατο (ΧΙ) βιβλίο της Ελληνικής Ανθολογίας (της γνωστής και ως Παλατινής) συμπεριλαμβάνονται και επτά συνεχόμενα επιγράμματα (75 -81) που αναφέρονται «Εις πύκτας» (σε πυγμάχους) τα οποία δείχνουν την αποστροφή του ποιητή στο άθλημα – επάγγελμα των πυγμάχων, επειδή με τα χτυπήματα που δέχονται στο πρόσωπό τους αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά τους σε τέτοιο βαθμό που και οι ίδιοι να μην αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Γ) Ο Λουκίλλιος με κάποια ίσως μεγάλη δόση υπερβολής, αναφέρει π.χ. στο επίγραμμα με αύξοντα αριθμό 75 του εδέκατου βιβλίου της Ε.Α. ότι ο πυγμάχος Ολυμπικός χάνοντας μύτη, σιαγόνα, φρύδι, αυτιά και βλέφαρα έχασε και το μερίδιο από την πατρική του κληρονομιά, επειδή ο αδερφός του απέδειξε με προσωπογραφία του ότι δεν είναι συγγενής του…
Τον ίδιο πυγμάχο, τον Ολυμπικό, με άλλο επίγραμμα (Χ.Ι.,76) τον συμβουλεύει να μην μιμηθεί τον περίφημο Νάρκισσο και πάει να καθρεπτιστεί σε κάποιο πεντακάθαρο νερό, γιατί, αν δει το πρόσωπό του μέσα σ΄αυτό, θα μισήσει τον εαυτό του «έως θανάτου», ενώ στο επίγραμμα Χ.Ι. 80 με φαρμακερή ειρωνεία γράφει ότι «προς τιμήν» του πυγμάχου Άπι οι συναγωνιστές του του έστησαν άγαλμα, επειδή πότε δε είχε τραυματίσει κανέναν!
Και, ενώ κάποιος θα περίμενε ένας φοβερός πυγμάχος να είναι σεβαστός τουλάχιστον στη γυναίκα του, ο Λουκίλλιος μας πληροφορεί με το επίγραμμά του Χ.Ι., 79 ότι ο πυγμάχος Κλεόμβροτος δέρνεται ανελέητα από τη γυναίκα του τρώγοντας το ξύλο που θα έτρωγε στους πανελλήνιους αγώνες Ολύμπια, Ίσθμια και Νεμέα.
Δ) Η περίπτωση του αρχαίου πυγμάχου Κλεόμβροτου μου θύμισε το νεοελληνικό άσμα, που αναφερόμενο στον περίφημο αθλητή Κουταλιανό, λέει μεταξύ άλλων ότι «σίδερα μασάει ο Κουταλιανός»… όμως… «τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του εμπρός, αλλά μην το πείτε κανενός…»
Μια ζωή τα ίδια… και μη χειρότερα///
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ο Λουκίλλιος που, όμως προαναφέρθηκε, ζει και γράφει στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα, τον πρώτο μετά Χριστόν αιώνα, συχνά – πυκνά ανατρέχει με νοσταλγία στον προγονικό του αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Στο επίγραμμα, που μας απασχολεί στο σημερινό μου σημείωμα, αναφέρεται στον ομηρικό ήρωα, τον βασιλιά της Ιθάκης, τον Οδυσσέα, και σε μια από τις πιο ανθρώπινες συγκινητικές στιγμές της πολύπαθης ζωής του, στην αναγνώρισή του από τον γέροντα σκύλο του, τον Άργο, που, μόλις ένιωσε κοντά του τον αγαπημένο του αφέντη, παρέδωσε ήρεμος το πνεύμα του…
Στη συνέχεια παρουσιάζω τους στίχους 290-327 από τη -ρ- ραψωδία της Οδύσσειας, στους οποίους ο θεϊκός Όμηρος μιλάει για τον πιστό σκύλο του Οδυσσέα Άργο, ο οποίος αναγνώρισε τον αγαπημένο αφέντη του, τον Οδυσσέα (που έπειτα από εικοσάχρονη απουσία γυρνούσε στο παλάτι του μεταμορφωμένος από τη θεά Αθηνά, την προστάτισσά του, σε ζητιάνο, αγνώριστος ακόμα στον πιστό χοιροβοσκό του, τον Εύμαιο, ο οποίος τον συνόδευε σύμφωνα με εντολή του Τηλέμαχου, του γιού του Οδυσσέα, που τον περίμενε για να τιμωρήσουν τους μνηστήρες της Πηνελόπης) και ξεψύχησε βλέποντας μόνο ένα δάκρυ του αφέντη του, μάρτυρα της βαθιάς του αγάπης…
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ -Ρ-ΣΤ, 290-327.
Ο ΑΡΓΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
290 Αυτά καθώς λαλούσανε ι ανάμεσά τους λέγαν (Οδυσσέας με τον Εύμαιο) σκυλί, που κείτονταν, τ΄αυτιά και το κεφάλι ορθώνει, ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει, όμως δεν τον εχάρηκε γιατ΄είχε φύγει εκείνος στην Τροία τότες την ιερή. Σ΄ άλλους καιρούς οι νέοι τον παίρνανε να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π΄ο αφέντης έλειπε, τον άφησαν πεσμένο στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε, κι ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί από κείθε την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
300 Απάνω αυτού κειτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα
302 γοργοσαλεύει την ουρά, τ΄ αυτιά του κατεβάζει
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπορεί να ζυγώσει.
Γυρισ΄ αυτός την όψη του και σφούγγισ΄ ένα δάκριο
κρυφό με τρόπο, κι ύστερα τον πιστικό ρωτούσε:
«Μεγάλο θαύμα στην κοπριά να μνήσκει τέτοιος σκύλος,
όμορφος σκύλος, μα άραγε να ναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για να ΄ναι από κείνους
310 που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;»
Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθεις κι είπες:
«Ειν΄εκεινού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
…………………………………………………………………»
Αυτά σαν είπε, ( ο Εύμαιος) στα λαμπρά παλάτια μέσα
μπήκε και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν΄ ανταμώσει.
326 Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε, 327 σαν είδε τον αφέντη του στα είκοσι χρόνια απάνω.
(Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη, εν Αθήναις 1946)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ
Σύμφωνα με λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας το όνομα Άργος ( ο Άργος) ως όνομα σκύλου σημαίνει ταχύπους= γοργοπόδης, γρηγοροπόδαρος.
Από την ίδια ρίζα ΑΡΓ παράγονται μεταξύ πολλών άλλων και οι λέξεις αργεννός και άργυρος.