Του Χρήστου Στ. Μπλατσιώτη
Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1975, δηλαδή σαν σήμερα πριν από 49 χρόνια μόνο που τότε ήταν ημέρα Κυριακή. Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, η πόλη της Βέροιας άρχισε να παίρνει χρώμα γαλανόλευκο. Δεν ήταν κάποια γιορτή και η τελετή για την επέτειο των Δεκεμβριανών είχε προγραμματιστεί από τη Νομαρχία μια εβδομάδα αργότερα όμως από παντού «ξετρύπωνε» κόσμος με γαλάζια σκουφάκια και με μπλε κασκόλ ενώ είχαν αρχίζει να εμφανίζονται στους δρόμους και αυτοκίνητα «στολισμένα» επίσης στα γαλανόλευκα.
Ήταν οι οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ηρακλή Θεσσαλονίκης που σε μιλιούνια κατέφθαναν στη Βέροια για να σταθούν στο πλευρό της αγαπημένης ομάδας τους, η οποία είχε επιλέξει να αγωνίζεται στο γήπεδο της Βέροιας για να εκτίσει μια τιμωρία που της απαγόρευε να αγωνίζεται στην έδρα της. Ο Ηρακλής θα αντιμετώπιζε την ομάδα του Ατρομήτου Αθηνών και στον αγώνα αυτό, θα έκανε ντεμπούτο το νέο απόκτημά του, ο 21χρονος Βασίλης Χατζηπαναγής που πρόσφατα είχε αποκτηθεί από την Παχτακόρ Τασκένδης, την επική ομάδα από το Ουζμπεκιστάν που την εποχή εκείνη πρωταγωνιστούσε στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης.
Περίπου 4 με 5 χιλιάδες φίλοι του Ηρακλή συγκεντρώθηκαν εκείνη την Κυριακή στη Βέροια, για να δουν τον Χατζηπαναγή και την ομάδα τους, καταγράφοντας ένα ιστορικό ρεκόρ προσέλευσης οπαδών «ξένης» ομάδας στο δημοτικό γήπεδο της πόλης που μόνο οι οπαδοί του ΠΑΟΚ μπόρεσαν να το ξεπεράσουν, χρόνια μετά, στην εποχή που αείμνηστου Χάρη Σαββίδη (1986/87).
Σύμφωνα με τα αθλητικά δημοσιεύματα της εποχής, εκείνος ο αγώνας μεταξύ του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και του Ατρόμητου Αθηνών (1-1 τελικό σκορ) από άποψη θεάματος ήταν ίσως ο χειρότερος της αγωνιστικής, όμως ο νεαρός Χατζηπαναγής μπόρεσε να τον μετατρέψει σε παράσταση για έναν ρόλο. Έλαμψε στο γήπεδο της Βέροιας με τις ποδοσφαιρικές ικανότητές του, με την αέρινη ντρίπλα του και γενικά με την ποδοσφαιρική ευφυία του. Ο Ηρακλής είχε «βρεί» ένα λαβράκι και οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας, όλα αυτά τα συμπύκνωσαν σε μια μόνο λέξη: Τον αποκάλεσαν «Νουρέγιεφ»!
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στην Τασκένδη (σήμερα πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν) στις 26 Οκτωβρίου 1954 έχοντας πατέρα Ελληνοκύπριο και μητέρα Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 17 ετών αγωνιζόμενος σε ιστορικές ομάδες της Τασκένδης, πρώτα στη Δυναμό και μετά στην Παχτακόρ. Το ιδιαίτερο ποδοσφαιρικό ταλέντο που διέθετε σύντομα ξεπέρασε τα όρια της ΕΣΣΔ και η πρώτη ελληνική ομάδα που ενδιαφέρθηκε για να τον αποκτήσει ήταν ο Ολυμπιακός του Νίκου Γουλανδρή, προσφέροντας για τη μεταγραφή 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό ιδιαίτερα σοβαρό για εκείνη την εποχή.
Ο Ηρακλής μπορεί να μη διέθετε τα χρήματα του Ολυμπιακού είχε όμως κρυμμένους τρείς άσσους στο μανίκι του, που τους εμφάνισε την κατάλληλη στιγμή, ο τότε πρόεδρός του, ο εμβληματικός Νίκος Ατματζίδης (ιδιοκτήτης της ιστορικής τεχνικής σχολής «Δημόκριτος» της Θεσσαλονίκης). Αυτοί οι τρείς άσσοι ήταν η γιαγιά του Χατζηπαναγή και δύο θείες του, οι οποίες του εγγυόνταν ότι ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη θα ζούσε σαν το σπίτι του. Λέγεται μάλιστα ότι ο Νίκος Ατματζίδης, ταξίδεψε πέντε φορές στην Τασκένδη, όπου διέμενε ο Χατζηπαναγής με την οικογένειά του, για να μιλήσει μαζί του, παρουσία του πατέρα του, και τελικά να καταλήξουν σε συμφωνία.
Στο μεταξύ, στα κυανόλευκα αθλητικά πηγαδάκια της Θεσσαλονίκης είχαν αρχίσει από νωρίς να κυκλοφορούν οι φήμες ότι ο Ηρακλής ετοιμάζονταν να φέρει στην Ελλάδα έναν παίκτη «ανώτερο κι από τον Όλεγκ Μπλαχίν» και στις 22 Νοεμβρίου του 1975, λίγο μετά τα μεσάνυχτα που έφτανε το τραίνο από την Αθήνα, περίπου χίλιες περίεργες «γριές» είχαν ήδη φθάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό της συμπρωτεύουσας για να δουν από κοντά και καλωσορίσουν το νέο απόκτημα της ομάδας τους.
Προπονητής του Ηρακλή ήταν τότε ο Άγγλος, Λέχ Σάνον ο οποίος έριξε τον «Βάσια» αμέσως στα βαθιά. Για τα βαθιά τον είχαν πάρει άλλωστε κι ο γκολεαδόρ από την Παχτακόρ είχε έλθει αποφασισμένος να τους δικαιώσει.
Το έδειξε αμέσως στο γήπεδο της Βέροιας, φορώντας για πρώτη φορά την κυανόλευκη φανέλα με το «Η» στο στήθος και το απέδειξε περίτρανα με την ιστορική εμφάνισή του, στον τελικό του Κυπέλου Ελλάδος, την Τετάρτη 9 Ιουνίου 1976 στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου ο Ηρακλής και ο Ολυμπιακός Πειραιώς αναδείχθηκαν ισόπαλοι 4-4 (με δύο γκολ του Χατζηπαναγή) όμως η ομάδα της Θεσσαλονίκης «σήκωσε» τελικά το κύπελλο επικρατώντας 6-5 στα πέναλτι (με το πέναλτι του Χατζηπαναγή να το αποκρούει ο Τάκης Κελεσίδης).
Η 9η Ιουνίου του 1976 ήταν η πρώτη φορά (αλλά και η τελευταία μέχρι τώρα) που ο ποδοσφαιρικός «ημίθεος» της Θεσσαλονίκης κατακτούσε ένα ποδοσφαιρικό τρόπαιο, με την οδό Αγγελάκη και την ευρύτερη περιοχή να σείονται από τους έξαλλους πανηγυρισμούς των οπαδών του κι από το σύνθημα «Ήτα – ρο – άλφα – κλης, κυπελλούχος Ηρακλής». Ήταν μια επιτυχία που είχε ολοκάθαρα τη σφραγίδα του Χατζηπαναγή.
Μια επίσης κορυφαία στιγμή στο παλμαρέ του Βασίλη Χατζηπαναγή είναι το 1984 όταν αγωνίστηκε ως ποδοσφαιριστής της Μικτής Κόσμου (World All-Stars) «κόντρα» στην ομάδα Cosmos της Νέας Υόρκης. Ο αγώνας ήταν φιλανθρωπικός είχε διοργανωθεί από την UNESCO και πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουλίου 1984 στο Giants Stadium του Νιού Τζέρσεϊ. Η Μικτή Κόσμου, με προπονητή τον Βραζιλιάνο προφεσόρ, Χούλιο Χερκουλάνο Πενδρόζο νίκησε 3-1 και συμπαίκτες του Χατζηπαναγή ήταν αστέρες παγκοσμίου ακτινοβολίας όπως οι: Ζαν-Μαρί Πφαφ, Πίτερ Σίλτον, Ρούντι Κρολ, Ούγκο Σάντσες, Ελίας Φιγκερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες και από την Ελλάδα ο Θωμάς Μαύρος.
Ο Χατζηπαναγής μπήκε στα αλλαγή του Κέβιν Κίγκαν στο 65’ μέσα σε αποθέωση από τους 15 χιλιάδες Έλληνες ομογενείς που είχαν προμηθευτεί εισιτήριο για τον αγώνα ενώ ξεσήκωσε και τους 50 χιλιάδες θεατές του γηπέδου όταν στο 86’ εκτελώντας κόρνερ «μοίρασε» μπαλιά στον Μαύρο η γυριστή κεφαλιά του οποίου κόντεψε να γκρεμίσει το δοκάρι. Είναι μάλιστα γνωστό ότι ο Χατζηπαναγής επεδίωκε να βάζει γκολ απευθείας από κόρνερ και σήμερα είναι 4ος στην παγκόσμια λίστα των σκόρερ από κόρνερ, όλων των εποχών, έχοντας πετύχει 8 γκολ, με πρώτο τον Τούρκο παικταρά της Μπεσίκτας Σουκρού Γκιουλεσίν με 32 γκολ, δεύτερο τον Αργεντινό Πουλίνιο Μπρανσιφόρτι με 22 γκολ και τρίτο άλλον έναν Τούρκο τον Μουσταφά Ντενιζλί με 18 γκλ)
Δυστυχώς ο αποκαλούμενος και «Έλληνας Μαραντόνα», αυτός ο παικταράς που αναδείχθηκε ως ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, δεν μπόρεσε να δοκιμάσει την τύχη του σε μια ομάδα με μεγαλύτερες προοπτικές από τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης ούτε μπόρεσε να φορέσει -αν και το ήθελε- την άλλη γαλανόλευκη φανέλα με το εθνόσημο στο στήθος επειδή είχε αγωνιστεί με εθνική ομάδα ελπίδων της ΕΣΣΔ. Είχε όμως 281 συμμετοχές στα ελληνικά γήπεδα με τον Ηρακλή και πέτυχε 61 γκολ συνολικά. Κρίμα όμως, για τον ίδιο, για την Ελλάδα και για το ποδόσφαιρο γενικά αφού το ξεκίνημα που έκανε από τη Βέροια πριν 49 χρόνια παρότι ήταν γεμάτο ελπίδες αυτές δεν ευδοκίμησαν ποτέ.