ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ
ΘΩΜΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
Φιλόλογου – Συγγραφέα
«ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ…»
1 Μπήκε το φθινόπωρο κι απ’ του Βοώτη τη ζώνη
2 το λαμπρό φως ξεπρόβαλε, ως Επικλή, του Αρκτούρου,
3 και τα σταφύλια τώρα πια θυμούνται το δρεπάνι
4 και κάποιος τη χειμερινή καλύβα του στεγάζει,
5 όμως εσύ ούτε ζεστή επένδυση έχεις χλαίνης
6 ούτε και μάλλινο ζεστό μέσ’ από τον χιτώνα.
7 Θα ξεπαγιάσεις και θα λες πως φταίει ο αστέρας.
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ «Ήδη τοι Φθινοπώρον…» Ε.Α.11,37.
1 Ήδη τοι φθινόπωρον, Επίκλεες, εκ δε Βοώτου
2 ζώνης Αρκτούρου λαμπρόν όρωρε σέλας.
3 Ήδη και σταφυλαί δρεπάνης επιμιμνήσκονται,
4 και τις χειμερινήν αμφερέφει καλύβην.
5 Σοι δ΄ούτε χλαίνης θερμή κροκύς, ούτε χιτώνος
6 ένδον, αποσκλήσηι δ΄αστέρα μεμφόμενος.
ΣΧΟΛΙΑ
Με το επίγραμμα του αυτό ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, από την ελληνόφωνη τότε (1ος αι. π.Χ.) Φοινίκη, περγελάει (σκώπτει) κάποιον φίλο του ξεμέτοχο, που ονομάζεται Επικλής, επειδή δεν προετοιμάζεται καθόλου για την αλλαγή του καιρού, που θα ακολουθήσει τον ερχομό του φθινοπώρου, ενώ προειδοποιεί τους ανθρώπους γι αυτήν πρώτα – πρώτα η εμφάνιση στον ουρανό του λαμπρού αστεριού Αρκτούρου, του αστερισμού του Βοώτου, που γίνεται στα μέσα Σεπτεμβρίου και έπειτα ο τρύγος των σταφυλιών.
Οι προνοητικοί άνθρωποι, όταν έμπαινε το φθινόπωρο, φρόντιζαν για τη στεγανότητα των καλυβιών τους, όπου θα ξεχειμώνιαζαν, αλλά και για τα κεραμίδια των σπιτιών, όσο αυτά ήταν ακόμα στεγνά και άντεχαν το περπάτημα των ειδικών στο κεράμωμα. Τα βρεγμένα κεραμίδια ήταν πιο εύθραυστα.
Ενώ λοιπόν οι νοικοκύρηδες έπαιρναν τα μέτρα τους για να περάσουνε χωρίς ταλαιπωρία το χειμώνα, που θα ερχόταν μετά το φθινόπωρο, ο Επικλής, σαν τον τζίτζικα, φαίνεται ότι αδιαφορούσε, ενώ δεν είχε, το ήξερε ο Αντίπατρος ως στενός φίλος του, ούτε μάλλινη χνουδωτή επένδυση εσωτερική του επανοφωριού του, ούτε χειμωνιάτικο πουκάμισο με αναμενόμενο αποτέλεσμα να ξεπαγιάζει από το χειμωνιάτικο κρύο και από τα νεύρα του να τα βάζει με τον αστερισμό του Βοώτη και να βρίζει τον Αρκτούρο που έφερε το κρύο…
Τα λεγόμενα του Αντίπατρου του Σιδώνιου μου έφεραν στη μνήμη κάποιες ηρωίδες γυναίκες, οι οποίες στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου είχαν μείνει χωρίς τους άνδρες τους να μεγαλώνουν ένα τσούρμο παιδιά, τότε που και τα εργοστάσια Λαναρά στη Νάουσα είχαν προβλήματα ρευστού χρήματος και πλήρωναν τους εργάτες-εργάτριές τους με είδος (πανιά). Τις θυμάμαι να κάνουν λάσπη ανακατωμένη με άχυρα και να βουλώνουν τις τρύπες των τοίχων των παλιών «τουρκόσπιτων» τους και να ανεβαίνουνε στις στέγες τους για να τα κεραμώσουν, επειδή δεν είχαν να πληρώσουνε ειδικό κεραμωτή, με συνέπεια, όταν άρχιζαν οι πολυήμερες τότε βροχές, οι στέγες τους να στάζουν σε δυο – τρεις ή και περισσότερες μεριές και να πρέπει να βάζουν τενεκέδες και κατσαρόλες για να μαζεύουν το νερό της βροχής… ειδυλλιακές καταστάσεις…
Αν τύχει και διαβάσουν αυτές τις γραμμές κάποιες – κάποιοι γεννημένοι στα χρόνια της εποχής Ανδρέα Παπανδρέου, τότε «που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», σίγουρα θα λένε ότι πρόκειται για μελοδραματικές καταστάσεις, σαν εκείνες που έκαναν τους θεατές ελληνικών ταινιών στους κινηματογράφους να χύνουν μαύρα δάκρυα μαζί με μια κορυφαία ηθοποιό που έκλαιε όμορφα…
Η μια θύμηση φέρνει την άλλη και έτσι θυμήθηκα τώρα και τον μακαρίτη τον αδερφό μου τον Νίκο, που, επειδή ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερός μου , είχε αυτοανακηρυχθεί πατέρας μου, μιας και είχαμε μείνει ορφανοί λίγο πριν τον δικό μου ερχομό στον παράξενο αυτό κόσμο.
Ένα καλοκαίρι, λοιπόν, ο Νίκος μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος και είχαν ανοίξει πάλι τα μονοπάτια στις πλαγιές του Βέρμιου πάνω από τη Νάουσα είχε ξεσηκωθεί από κάποιους ακτήμονες επίσης φίλους του να γίνει κτηματίας ξεχερσώνοντας ένα θαμνότοπο σε μια τοποθεσία που λεγόταν, αν θυμάμαι καλά, Μύλοι.
Στο ξεχέρσωμα έσερνε τότε μαζί του και μένα, μαθητή της πρώτης ή δεύτερης τάξης του Λαππείου Γυμνασίου, και επειδή δουλεύαμε εκεί από το πρωί ως το βραδάκι και κάποιες μέρες είχαμε και μπόρες, που κατέβαιναν από τη Ντούρλια, είχε στήσει με χοντρά κλαδιά μια καλύβα καρφωμένη στον κορμό μιας καστανιάς που βρισκόταν στη δυτική άκρη του «κτήματός μας».
Η στέγη της καλύβας εκείνης αποτελούνταν από πλεγμένα κλαδιά καστανιάς μαζί με κάμποσες φτέρες. Από τα ίδια υλικά ήταν και τα πλαϊνά της καλύβας μας, μέσα στην οποία καθόμασταν και για το μεσημεριανό μας φαγητό, το φερμένο από το σπίτι.
Το «κτήμα μας» εκείνο, όταν ήρθε η ώρα των σπουδών του αδελφού μου και της εγκατάστασής του στη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείφτηκε και ξανάγινε όπως ήταν, πριν προλάβουμε να το ξεχερσώσουμε εντελώς, θαμνότοπος.
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ
Για τον Αντίπατρο το Σιδώνιο, που έζησε και έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ., και για τον συνονόματό του τον Αντίπατρο των Θεσσαλονικέα, που έζησε και έγραψε στα χρόνια του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αυγούστου(31π.Χ. -14 μ.Χ.), έχω γράψει στο παρελθόν με την ευκαιρία της παρουσίασης επιγραμμάτων τους που περιέχονται στην Ελληνική Ανθολογία, τη γνωστή και ως παλατινή.
Είναι και οι δύο δεξιοτέχνες επιγραμματοποιοί και τα γραπτά τους παραμένουν πάντα επίκαιρα.
ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ
Το όνομα του Αρκτούρου, ο οποίος, ως γνωστόν είναι αστέρας πρώτου μεγέθους, το λαμπρότερο αστέρι του αστερισμού του Βοώτου, θεωρείται σύνθετο των λέξεων άρκτος και ούρος(=φύλακας) και σημαίνει Αρκτοφύλακας, (φύλακας της Μεγάλης Άρκτου), ή σύνθετο των λέξεων άρκτος και ουρά, οπότε σημαίνει Ουρά της Άρκτου επειδή βρίσκεται στην προέκταση της ουράς του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου.
Ο Αρκτούρος εμφανίζεται στον ουρανό μας στα μέσα Σεπτεμβρίου, δηλαδή στις αρχές του φθινοπώρου.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Οι αστερισμοί του βόρειου ημισφαίριου, Μεγάλη και Μικρή Άρκτος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική Μυθολογία, κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, ήταν άνθρωποι, μάνα και γιος…
Η Μεγάλη Άρκτος ήταν κάποτε μια πεντάμορφη βασιλοπούλα, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, του Λυκάονα, και την έλεγαν Καλλιστώ.
Την Καλλιστώ την είδε μια μέρα ο βασιλιάς των θεών και των ανθρώπων, ο Δίας, πάνω από τον Όλυμπο και ξετρελάθηκε από την ομορφιά της. Δεν έχασε καιρό, πήγε μια νύχτα και πλάγιασε μαζί της και η Καλλιστώ έπειτα από εννιά μήνες γέννησε έναν όμορφο γιο που τον ονόμασε Αρκάδα και τον μεγάλωνε κρυμμένη σε σπηλιές της Αρκαδίας για να μην τη δει η γυναίκα του Δία, η θεά Ήρα.
Η Ήρα όμως, που μπορεί κάποτε να αργούσε αλλά πάντα μάθαινε τις αταξίες του άντρα της, μόλις έμαθε τι έγινε με την Καλλιστώ, πήγε, τη βρήκε μοναχή, ο γιος της είχε μεγαλώσει και ως κυνηγός διέσχιζε τα αρκαδικά δάση, και χωρίς να χάσει καιρό τη μεταμόρφωσε σε άρκτο = αρκούδα.
Από τότε η κακόμοιρη Καλλιστώ κρυβόταν από τους ανθρώπους και από το γιο της, επειδή ντρεπόταν για την κατάντια της, αλλά κάποια μέρα, που έτυχε να δει το παιδί της να κυνηγάει σε ένα δάσος, δεν βάσταξε η καρδιά της και έτρεξε για να το αγκαλιάσει, αλλά εκείνο που δεν την αναγνώρισε, φοβήθηκε και σήκωσε το δόρυ του για να τη σκοτώσει. Τότε ο Δίας, που τα έβλεπε όλα ψηλά από τον Όλυμπο, τους μεταμόρφωσε αμέσως σε άστρα, στη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκτό, για να προλάβει το γιο του τον Αρκάδα να μην γίνει άθελά του μητροκτόνος…
Υ.Γ. Ο δαίμων του τυπογραφείου έκανε το προηγούμενο σημείωμά μου τον φίλο μου Π. φύλο (μερ ύψιλον) και παρέλειψε το άρθρο της «Αγίας Σοφιάς» της Βέροιας.