Κοντά στην Βέροια που φεύγει μέρα με την ημέρα ανεπιστρεπτί, πέφτουν και φεύγουν σαν τραπουλόχαρτα και οι συμμαθητές μας και ακόμη δεν πιάσαμε τα 60.
Ο συμμαθητής μου από τα νήπια και παιδικός μου φίλος Γιώργος Καλαμπούκας του Αντώνη ο πρωτότοκος , έφυγε αθόρυβα σήμερα από την ζωή.
Από την γέννηση του έως τον θάνατο του έζησε δίπλα στον μεταβυζαντινό ναό Αγίου Παντελεήμονα / Αγίας Παρασκευής, στην Μακαριώτισσα, στην οδό 28ης Οκτωβρίου στην Βέροια, στο ταπεινό σπίτι του κυρ Αντώνη και της μαμάς του Γεωργίας.
Αξιώθηκαν και το χαμόσπιτο έγινε ωραία πολυκατοικία και ζήσε η Γεωργία με ον Αντρέα και τον Γιώργο και στα ψηλά. Όταν λέω ότι δεν απομακρύνθηκε ποτέ στα 59 του χρόνια το εννοώ. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε πρόβλημα στα πόδια του και δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να απομακρυνθεί
Και όμως ο Γιώργος όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στην αλάνα της Ελιάς, στην Κυψέλη ή στο σημερινό δημαρχείο είχε την πιο δυνατή καραβολίδα σούτ με την δερμάτινη μπάλλα,Φευ !
Μάρτυς μου ο Μάκης ο Μποζίνης και ο αδελφός του ο συνάδελφος μου ο Αντώνης!.
Όταν πανηγύριζε ο ναός τον Ιούλιο, όλη η Βέροια περνούσε μπροστά ή και μέσα από το σπίτι τους που απείχε 5 μέτρα από την είσοδο του Ναού
Πιστεύω πως δεν μελαγχολώ (ή έτσι νομίζω) αλλά χαμογελώ με νοσταλγία.
Θυμάμαι τις καραβολίδες του (Φώτης Ραπτόπουλος, Ανέστης Δομπρής, Τάσος Καζαντζίδης, Μάκης Μποζίνης κα μάρτυρες μου) στο ντουβάρι της οικίας της απελπισμένης κ. Ελευθεριάδη, της κ. Μπλέτσου, του Μέρκου Κούρτη που μας έπαιρνε την μπάλλα, θυμάμαι ότι παίζαμε στα χώματα μόλις είχε βγει η ασπρόμαυρη τηλεόραση και είχε πάρει μια ο πατέρας του κυρ Αντώνης μια τέτοια στο μεσαίο δωμάτιο του δίχως θεμέλια χαμηλού σπιτιού τους, και τρέχαμε με τα κοντά παντελονάκια όλοι στο κρεβάτι των γονιών του να δούμε μπάρμπα Μυτούση, Κινγ Κογκ, , Σταρ Τρέικ, Παράξενο Ταξιδιώτη. Ξύλο με το ζωνάρι βαρούσε τον Γιώργο ο κυρ Αντώνης μπροστά μας στις αταξίες του , ο ταπεινός και εργατικός φύλακας κηπουρός των παρτεριών του δήμου Βέροιας.
Από διάβασμα άστα καλύτερα, παροιμιώδης.
30 μέρες πριν τα Χριστούγεννα κάθε χρονιάς ζητούσε η μάνα μου από τον κυρ Αντώνη να κάνει και για μας μια φάτνη με πραγματικό φρέσκοφυτεμένο χορταράκι (γκαζόν) που φύτευε προς τα τέλη του Οκτώβριου σε φέτες χώματος και πλαισίωνε την φάτνη και το δέντρο του σπιτιού τους.
Και πέφταμε στο πάτωμα και βλέπαμε καθημερινά το χόρτο να μεγαλώνει ανάμεσα στα ψεύτικα προβατάκια, σαν να ζούσαμε live την γέννηση του Χριστού.
Όταν κάναμε την συνάντηση της τάξης μας της Στ Δημοτικού, ήρθε ο Γιώργος και θέλησα να μνημονεύσω μια στιγμή και να του ζητήσω ακόμη μια συγνώμη για μια κουτσουκέλα που του έκανα στην Πέμπτη δημοτικού το 1977. Σε ένα διάλειμμα , έβαλα κόλλα uhu στο καρεκλάκι του στην τάξη, και όταν κάθισε στο μάθημα, η κόλλα με το υφασμάτινο παντελόνι έγιναν ένα. Όταν το κατάλαβε και εγώ γελούσα μου είπε δακρυσμένος «δεν έχω άλλο παντελόνι να φορέσω» . Σου ζήτησα συγνώμη Γιώργο και τότε και τώρα , από μακριά με αγκάλιασες.
Αποδείχθηκες ότι ήσουν ο φύλακας άγγελος της παιδικής γειτονιάς και της παιδικής μας μνήμης. Η δική σου κόλλα γύρω από τον Αγιο Στέφανο και της Μακαριώτισσα ήταν πιο δυνατή.
Να με συγχωρέσεις και να με περιμένεις. Καλό ταξίδι Γιώργο!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π.ΤΟΛΙΟΣ