Γράφει ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Θεολόγος
Ποτέ δεν γνωρίζεις τι σε επιφυλάσσει το μέλλον. Έρχονται κάποιες στιγμές της ζωής ανεπανάληπτες και δεν τις κατασπαράζει η λήθη. Σε ακολουθούν ως αναμνήσεις και σε επηρεάζουν σε όλη τη ζωή σου.
Λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου εναντίον της Ιταλίας η σκιά του θανάτου πλανάται και σκιάζει τα πάντα. Όλοι σκέφτονται τους δικούς τους στο πόλεμο που άρχισε τον Οκτώβριο του 1940, στην Αλβανία. Είναι τα δάκρυα για τους δικούς τους που υπερασπίζονται την τιμή και την αξιοπρέπεια της Πατρίδος. Κάθε μέρα οι μητέρες σπεύδουν στην εκκλησία να προσευχηθούν και να αρχίσουν να πλέκουν κάλτσες, φανέλες για στρατιώτες. Κάποια μέρα με έστειλε η μητέρα μου να αγοράσω λίγα ψάρια, που πουλούσε ένας πλανόδιος ψαράς με αυτοκίνητο στην πλατεία. Όταν γύρισα στο σπίτι τα πήρε και άρχισε να τα καθαρίζει.. Τα μαθήματα στο σχολείο σταμάτησαν, οι δάσκαλοι επιστρατεύτηκαν ενώ οι δασκάλες έμειναν εποχή πολέμου στο χωριό ,άνεργες με ότι αυτό συνεπάγεται Την εφημερίδα που πέταξε η μητέρα μου δίπλα της .σαν χωνί . εκείνη τη στιγμή εγώ την πήρα και πήγα έξω να την πετάξω. Δεν θυμάμαι τι είδα εκείνη τη στιγμή και δεν την πέταξα. Την κρέμασα με μανταλάκια στο λιγοστό ήλιο να στεγνώσει και γύρισα στο δωμάτιο. Από το παράθυρο με είδε με κάποιο μορφασμό λύπης. Γνώριζε τη λαχτάρα μου για τα γράμματα. Άφησε τα ψάρια στην άκρη, πέταξε την ποδιά της, με ύφος αυστηρό με πήρε από το χέρι και βγήκαμε έξω στο δρόμο. Χωρίς να μου δώσει κάποια εξήγηση προχωρούσαμε αμίλητοι Μέσα μου περνούσαν διάφορες σκέψεις. Η διαδρομή βέβαια μου ήταν γνωστή και σε λίγο είμαστε στο σπίτι της δασκάλας. Ήταν η κυρία Χαρίκλεια. Μια πολύ αυστηρή ,όπως όλοι οι εκπαιδευτικοί της εποχής εκείνης. Όταν τη βλέπαμε όλα τα παιδιά τρέμαμε από φόβο και αλλάζαμε δρόμο. Η μητέρα μου όμως δεν έχει αναστολές όταν έχει στόχο. Η ποντιακή της καταγωγή δεν της επιτρέπει να λιγοψυχήσει. Στο σπίτι της δασκάλα. Η κυρία Χαρίκλεια μας υποδέχτηκε με καλοσύνη... Προσπαθώ να κρυφτώ πίσω από το φουστάνι της. Η μητέρα μου όμως, χωρίς περιττές κουβέντες την άκουσα να λέει στη δασκάλα. «Κυρία Χαρίκλεια .Εσείς τώρα δεν εργάζεστε και φυσικά δεν πληρώνεστε. για αυτό περνάνε δύσκολες μέρες. Θα σας παρακαλούσα πολύ να κάνετε κάτι .για το γιο μου Εμείς είμαστε αγροτικό σπίτι και έχουμε δική μας παραγωγή.. Εγώ θα σου στέλνω κάθε μέρα με το γιό μου από αυτά που έχουμε με τη θερμή παράκληση να αναλάβετε να του κάνετε μάθημα... Εγώ κρύβομαι πάντα πίσω από την ποδιά της μάνας μου Και εκείνη, απάντησε, «με πολλή χαρά δέχομαι την πρότασή σας. κυρία Βάσω και χαίρομαι που σκέφτεστε από τώρα το μέλλον των παιδιών σας.» Έτσι άρχισα τα μαθήματα με ανάμεικτα συναισθήματα.. Τα παιδιά το έμαθαν και με ειρωνεύονταν. Δεν θυμάμαι πόσο διάστημα πήγα. Αρκετά χρόνια, βέβαια για να μπορώ πλέον να διαβάζω και μόνος μου. Είχα μάθει τα μαθήματα και των άλλων τάξεων. Το Σεπτέμβριο του 194 όταν τελείωσε, ο πόλεμος τα σχολεία άρχισαν. Εγώ κάθε δύο μήνες άλλαζα τάξη: Τρίτη-Τετάρτη –Πέμπτη –Έκτη μέχρι τα Χριστούγεννα για 6 Μήνες. Γιατί γνώριζα την ύλη .Το υπόλοιπο της χρονιάς τοποθετήθηκα στην Α. τάξη να κάνω μάθημα. Για ένα εξάμηνο στα διαλείμματα μαθητής στη συνεχεια δάσκαλος. Αναμνήσεις που σου κόβουν την ανάσα όταν τα σκέφτεσαι.
Τα χρόνια πέρασαν. Μετά την αποφοίτησή μου από την Εκκλησιαστική Σχολή Ξάνθης( όπου εισάχθηκε 1ος συνέχισα τις πανεπιστημιακές σπουδές και στη συνέχεια Καθηγητής .Επισκέφτηκα πολλές φορές τη γενέτειρά μου Σταυρούπολη Ξάνθης. Σε μία από αυτές επισκέφτηκα το χωριό την 25 Μαρτίου 1981.σε μεγάλη ηλικία, Καθηγητής πλέον με τα πανεπιστημιακά πτυχία στις αποσκευές μου έψαλα, όπως πάντα, στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας,. και εκφώνησα τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας 25ης Μαρτίου, ύστερα από πρόσκληση του τότε Δημάρχου Χαρίλαου Ανθόπουλου. Όταν τελείωσε η λειτουργία ύστερα από λίγη ώρα γύρισα το σπίτι μου και βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει στο διπλανό δωμάτιο. Πήγα κοντά της, την αγκάλιασα και τη φίλησα. Τη ρώτησα ποιος είναι ο λόγος που κλαίει. Τότε μου αποκάλυψε ένα μυστικό που έκρυβε πολλά χρόνια. Όταν γεννήθηκα η καμπάνα του χωριού χτυπούσε για τη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και όταν έμαθε ότι το παιδί που γέννησε ήταν αγόρι είπε: «το μωρό εγεννέθεν με τα’ όνομα τ΄ .Θα λέγνατο, Παναγιώτη. Ο Θεός να δία το φώτιση, να ίνεται ψάλτης αμον τον πατέρα μ’ και να μανθάν τοι κόσμοι τα παιδία γράμματα» Την ημέρα εκείνη όπως, μου εξομολογήθηκε είδε ότι η ευχή της πραγματοποιήθηκε. Έγινα πράγματι ψάλτης της Βυζαντινής μουσικής και εκπαιδευτικός. Βεβαιώθηκε, ότι οι προσευχές της εισακούστηκαν από την Παναγία και πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπό μου. Το ημερολόγιο έγραφε 21 Νοεμβρίου 1931. Όπως μου εξήγησε ο πατέρας της λεγόταν Γαβριήλ Καλντερίδης ήταν ψάλτης και εκπαιδευτικός στο Μοναστήρι της Παναγίας της Πράσαρης που γιόρταζε όχι τον Αύγουστο αλλά στις 21 Νοεμβρίου. Έτσι έμαθα για τον πατέρα της και παππού μου. ότι κατάγονται από την Πράσαρη της Κερασούντος. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση που ένιωθα. Κλαίγαμε και οι δύο αγκαλιασμένοι Κάπου εκεί βρίσκεται και το νήμα της επιθυμίας μου να γίνω εκπαιδευτικός Απέραντη η ευγνωμοσύνη μου στη σεπτή μνήμη της. 23 Νοεμβρίου 1996
Λεζάντα: Βασιλική Παπαδοπούλου το γένος Γαβριήλ Καλντερίδου