Του Φοίβου Ιωσήφ
Χαράματα της Κυριακής της 10ης Δεκεμβρίου ώρα μία και τέταρτο το πρωί. Το Μπόϊνγκ της Gulf Air ακουμπούσε απαλά τους τροχούς του στο διάδρομο προσγείωσης. Το ελαφρύ τράνταγμα του αεροπλάνου ήταν η πρώτη μας επαφή με το μακρινό Πακιστάν. Οι τυπικές διαδικασίες της άφιξης και ένα ξεχαρβαλωμένο ταξί μας μεταφέρει από μια τεράστια άδεια λεωφόρο στην πόλη του Καράτσι. Καταλύσαμε σε ένα καλό ξενοδοχείο και μετά από ανάπαυση λίγων ωρών ήμασταν έτοιμοι να δεχτούμε τις εμπειρίες από την Μουσουλμανική αυτή χώρα.
Ένα ιππήλατο αμαξάκι ήταν το πρώτο μας μεταφορικό μέσο. Προτιμήσαμε το συγκεκριμένο γιατί ο αμαξάς μας έδειξε μία επιστολή Έλληνα πλοιάρχου που τον χαρακτήριζε τίμιο και εργατικό. Μιλούσε επίσης λίγα σπασμένα Ελληνικά που είχε μάθει στο λιμάνι δουλεύοντας στα Ελληνικά πλοία που μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα.
Περιηγηθήκαμε στην πόλη για αρκετές ώρες. Μια πόλη που μόλις ξύπναγε από τον λήθαργο εκλογών. Παντού στους δρόμους, στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στα πεζοδρόμια σημαίες και αεροπανό. Δεν χρειάζεται δα και τόσο μυαλό για να καταλάβεις πως τα διεθνή κέντρα εμάς μας έχουν περάσει από το στάδιο αυτό της ιπτάμενης κουρελαρίας πριν τέσσερα χρόνια περίπου στα 1985. Πάντα ένα ταξίδι έξω από τον τόπο της καθημερινής ζωής αφυπνίζει τον νου και αναγνωρίζει την ύπαρξη των υψηλών αφανών καθοδηγητών.
Ο αμαξάς μας άφησε στο κέντρο της πόλης με πολλές υποκλίσεις και άπειρες ευχές. Αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στην αγορά με τα λογής χειροποίητα αντικείμενα από μπρούτζο και όνυχα. Οι μαγαζάτορες αφόρητα πιεστικοί μας ανάγκασαν σε μια στιγμή να αντιδράσουμε κάπως αγανακτισμένοι με Ελληνικές λέξεις. ‘’Δεν θέλουμε βρε παιδί μου, άσε μας ήσυχους ’’. Τι ήταν να το πούμε, τι σφάλμα ήταν αυτό που κάναμε; Σε λίγο όλη η αγορά με τα στενά δρομάκια της βούιζε στα Ελληνικά. ‘’Από ντώ φίλο, όχι πολύ λεφτά, εγκώ κάνει καλό τιμή’’ Αφεντικό έλα σου κάνεις έκπτωση’’. ‘’Δώσει καλή πράμα τσάμπα’’. Δεν ήταν ένας, δεν ήταν δύο, ήταν όλο το Καράτσι που μίλαγε Ελληνικά. Σε λίγο είδαμε και Ελληνικές επιγραφές. ‘’Εκπτώσεις’’, Φτωχομάνα’’, ‘’ Όλα μισοτιμής’’.
Είχα αρχίσει να αλαφιάζομαι, οι τρίχες μου σηκώνονταν όρθιες και δεν μπορούσα να καταλάβω αν τα δάκρυα ή οι λυγμοί με ενοχλούσαν περισσότερο. Μα είναι δυνατόν, αναρωτιόμουνα, σε μια τόσο μακρινή χώρα να μιλιούνται τα Ελληνικά; Είναι και παραείναι, γιατί στο λιμάνι του Καράτσι πλευρίζουν κάθε μέρα είκοσι Ελληνικά φορτηγά με Ελληνικά πληρώματα. Απ όσα έχουν πιάσει στο ντόκο κι απ όσα στέκονται αρόδο τα μισά και περισσότερα φέρνουν κάθε ώρα την Ελληνική φωνή στην καρδιά του Πακιστάν.
Τα πιο πολλά έχουν κρεμασμένη στην πρύμνη τους τη σημαία με τα δύο χρώματα, το λευκό και το γαλάζιο… Μέσα στο λιμάνι ένα δάσος Γαλανόλευκες. Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Πορτογάλοι, είναι πολύ πίσω, με την πεζούρα. Καλά είναι κι εκεί. Στην διεθνή ναυσιπλοΐα αν δεν τα έχεις καλά με τους Έλληνες εφοπλιστές δεν κολατσίζεις εύκολα φορτίο.
Στις 12 Δεκεμβρίου μέρα Τρίτη δεχτήκαμε μία πρόσκληση σε δεξίωση του ξενοδοχείου. Κάθε Τρίτη το ξενοδοχείο δεξιώνεται εκείνους τους πελάτες του που δηλώνουν πως είναι στο Καράτσι για δουλειές. Ακριβώς στην ώρα μας, στις οκτώ φτάσαμε εγώ κι ο Βασίλης. Μας υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν στο τραπεζαρία με τα πλούσια εδέσματα.
Κάποιος υπάλληλος του ξενοδοχείου μας πλησίασε για να μας συντροφεύσει. Η πρώτη και κλασσική ερώτηση, φαντάζομαι, ήταν το ‘’από πού είστε’’. Με φυσικότητα του απαντήσαμε πως είμαστε Έλληνες. Εκείνος κάτι σαν να ταράχτηκε και απομακρύνθηκε ευγενικά από κοντά μας. Σε λίγο ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Αρχίσανε να καταφθάνουνε σαμπάνιες, κρασιά, ουίσκι, ξεχωριστά εδέσματα.
Είχαμε μείνει άφωνοι, το μόνο που μπορέσαμε να ρωτήσουμε ήταν γιατί αυτή η ξεχωριστή περιποίηση. Μα γιατί ο Γενικός Διευθυντής μας, ο διευθυντής των ξενοδοχείων Sheraton ανά τον κόσμο είναι Έλληνας. Ο Γιάννης Καπιώτας. Ο άνθρωπος που διευθύνει 472 πολυτελή ξενοδοχεία των 1.000 κλινών έκαστον. Δηλαδή μία αυτοκρατορία 472.000 ξενοδοχειακών κλινών καθοδηγείται και εξαρτά την τύχη της από Έλληνα.
Δεν μπόρεσα να μείνω για πολύ στην δεξίωση, κατέβηκα στο δωμάτιό μου και προσπαθούσα να ξεχωρίσω τα δάκρυα από τις σκέψεις. Μια μακρινή χώρα βουίζει από τα Ελληνικά, μια πολυεθνική εταιρεία γιγαντώδους μεγέθους στεγάζεται στις ικανότητες ενός Έλληνα και η Πατρίδα μας μετατρέπεται σε στρατόπεδο κλητήρων και πυροσβεστών. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι υπάρχει σχέδιο εξόντωσης του ιστορικού Ελληνικού λαού, ενός λαού που προηγείται πνευματικά από τους Γάλλους, τους Γερμανούς και τους Αμερικάνους.
Γι αυτό, όταν πρόκειται για την Ελληνική φυλή δεν διστάζω να φωνάξω με Στεντόρεια φωνή πως ναι, είμαι ένας γνήσιος ρατσιστής.