Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Όταν φίλοι αναγνώστες, λέμε «κοινωνικό πρόβλημα» εννοούμε γενικά μεν το σύνολο των διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος που ζει κοινωνική ζωή, ειδικότερα όμως το οικονομικό πρόβλημα και ειδικότερα την άνιση κατανομή των αγαθών. Η διαφορά που παρατηρείται σ΄αυτούς που έχουν υλικά αγαθά, εδημιούργησε τις διάφορες τάξεις των ανθρώπων και τα διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Η οικονομική κατάσταση του καθενός ήταν το κριτήριο για την κατάταξη του σε μια τάξη. Έτσι οι πλούσιοι θεωρούνται πως ανήκουν στην υψηλή τάξη, ενώ οι φτωχοί στη χαμηλή.
Το κριτήριο αυτό, όπως ήταν φυσικό όρθωσε τοίχους ανάμεσα στους ανθρώπους, που απαράδεκτα χωρίστηκαν σε πατρικίους και πληβείους, ενώ παράλληλα οι ταξικές διαφορές έδωσαν την αφορμή στις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις, για την επικράτηση της μιας σε βάρος της άλλης.
Το αποτέλεσμα αυτής της πάλης ήταν η ανοιχτή σύγκρουσή μεταξύ τους και η κάθε φορά νίκη της μιας ή της άλλης, χωρίς όμως στην ουσία να αλλάξει τίποτε.
Γιατί και σήμερα, ύστερα από τόσους αγώνες, η οικονομική ανισότητα εξακολουθεί να υπάρχει και οι πλούσιοι εξακολουθούν να ζουν δίπλα στους φτωχούς, ενώ οι άνθρωποι δεν κατάφεραν να γκρεμίσουν τα τείχη των οικονομικών διαφορών που τους χωρίζουν.
Παρόλα αυτά το χρήμα ακόμη παίζει ένα πρώτο ρόλο στη διαμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων και γίνεται όχι μόνο το μήλον της έριδος που όλοι επιμένουν να αποκτήσουν, αλλά και η αιτία, που πολλοί νομίζουν ότι μπορεί να δώσει μόνιμες και δίκαιες λύσεις στο «κοινωνικό πρόβλημα».
Μπροστά στο φαινόμενο αυτό τι θα είχε να πει άραγε η εκκλησία;
Μερικοί υποστηρίζουν πως η εκκλησία ως εντολοδόχος του Χριστού πάνω στη γη, έχει πρωταρχική υποχρέωση μα μεριμνήσει για την άρση της κοινωνικής αδικίας, για τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και για την εξασφάλιση οικονομικής ισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, παίρνοντας το χρήμα από τα χέρια των ολίγων και δίνοντας σε όλους.
Άλλοι πάλιν, αντίθετα, νομίζουν πως το έργο της εκκλησίας είναι πνευματικό και πως «χάνει» η εκκλησία κάθε φορά που ασχολείται με θέματα που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των μεταφυσικών ενδιαφερόντων της. Οι άνθρωποι αυτοί φοβούνται πως η εκκλησία θα κοσμικοποιηθεί αν αναμιχθεί σε θέματα εγκόσμια και θα χάσει τη θέση της.
Νομίζουμε πως ούτε η μια ούτε η άλλη άποψη έχουν σε απόλυτο βαθμό το δίκαιο μαζί τους. Βέβαια, η εκκλησία είναι ένας πνευματικός οργανισμός που δεν προέρχεται «εκ του κόσμου» Σκοπό έχει να φέρει στον κόσμο το μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου, δίδοντας του συγχρόνως και τα μέσα για τον πνευματικό του καταρτισμό. Αυτό είναι το κύριο έργο της. Αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να παίρνει θέση απέναντι στην επικράζουσα κοινωνική και οικονομική κατάσταση και τάξη, να μεριμνά για την επίλυση των κοινωνικών φρονημάτων, είτε αναλαμβάνοντας η ίδια στα χέρια της την ευθύνη γι αυτά, όπως ήδη το κάνει με τα διάφορα ιδρύματα φιλανθρωπίας που συντηρεί, είτε επηρεάζοντας ευνοϊκά για τους αδυνάτους τις τάξεις των δυνατών. Κυρίως, η εκκλησία σμιλεύει χαρακτήρες, φτιάχνει ανθρώπους και έτσι επηρεάζει την κατάσταση και λύνει προβλήματα.
Πολλοί δεν ικανοποιούνται, ίσως, με τη στάση αυτή, θα ήθελαν την εκκλησία στο πεζοδρόμιο, πρωτοπόρο της κοινωνικής επανάστασης και όχι δέσμια – όπως λένε- του κατεστημένου. Και καταφέρονται εναντίον της, γιατί δεν χτυπά τους δυνατούς, αλλά συμμαχεί με τους πλούσιους. Αν αυτό συμβαίνει πρέπει να πούμε- αν θελούμενα είμαστε δίκαιοι- πως οφείλεται ασφαλώς σε μεμονωμένη τακτική ορισμένων εκπροσώπων της εκκλησίας. Δεν είναι αυτή η τακτική της. Η εκκλησία οφείλει να χτυπά το κακό, όχι τους κακούς και αμαρτωλούς, που θέλει να τους σώσει οδηγώντας τους στο δρόμο της μετάνοιας. Η εκκλησία ενδιαφέρεται για κοινωνική δικαιοσύνη και πιστεύει πως αυτή θα επιτευχθεί όταν όλοι οι άνθρωποι ενστερνισθούν το νόμο της αγάπης του Θεού. Τότε οι άνθρωποι θα πάψουν να είναι θανάσιμα διαιρεμένοι. Μέχρι τότε η εκκλησία θα τους καλεί σε αμοιβαία συνεργασία με βάση τις αρχές της δικαιοσύνης, της αδελφοσύνης και της ισότητας. Η εκκλησία, τέλος, αντικρύζοντας το «κοινωνικό πρόβλημα» λέει στον άνθρωπο: αυτό που είναι δικό σου, δώσε το και στον άλλο. Άλλοι όμως παροτρύνουν: αυτό που είναι δικό του, πάρτου το. Η διαφορά, φίλοι αναγνώστες είναι ευδιάκριτη και χαρακτηριστική.