Γράφει ο Τάσος Βασιάδης
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι, βασικά ζητήματα που απασχολούν τον πολίτη, όπως αυτό της Υγείας, υπόκεινται σε διαρκή νομοθετική αναθεώρηση ανά συχνά διαστήματα, πράγμα το οποίο επισημαίνει την παράταση μίας διαρκούς εκκρεμότητας.
Ήδη σε εξέλιξη προς την τελική του ψήφιση βρίσκεται το επίκαιρο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας με θέμα την «Αναμόρφωση του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού την Σύσταση Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας και άλλες διατάξεις».
Ασφαλώς η νομοθετική ενασχόληση των πολιτικών φορέων για ζητήματα που αφορούν την Υγεία των πολιτών είναι καίρια και επιτακτική.
Το γεγονός όμως ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα επιχειρείται μια νέα νομοθετική παρέμβαση για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αποτελεί μια αναγνώριση ότι τα πρόσφατα σχετικά νομοθετήματα τα οποία ψηφίστηκαν από τις ίδιες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, δεν έδωσαν λύσεις στα παρατεινόμενα προβλήματα, παρά τις ουσιαστικές επισημάνσεις που εγένοντο από τους καθ ύλη αρμόδιους Φορείς κατά τα στάδια των διαβουλεύσεων.
Ειδική αναφορά επιφυλάσσεται στον σχετικά πρόσφατο νόμο 5057/6.10.2023 με τον ευρύ τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, την ενίσχυση της προστασίας της δημόσιας υγείας και των υπηρεσιών υγείας, το ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης της διακίνησης φαρμάκων, την Ενιαία Λίστα Χειρουργείων και άλλες επείγουσες διατάξεις» δια του οποίου επιχειρήθηκε μία «εξ απαλών ονύχων» προσέγγιση του κεφαλαιώδους ζητήματος της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Αυτή η αναφορά συμπεριλαμβάνει και τον προηγηθέντα νόμο 4931/2022 που είχε τον τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις», όπου μεταξύ άλλων νομοθετήθηκε η καθιέρωση του όρου «Προσωπικός Ιατρός» σε αντικατάσταση του μέχρι τότε ισχύοντος «Οικογενειακού Ιατρού».
Το γεγονός ότι στο νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας γίνεται αναφορά στην «Αναμόρφωση του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού» αποτελεί παραδοχή, ότι ο νομοθετημένος «Προσωπικός Ιατρός» απέχει εμφανώς από τον κεντρικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει στην παροχή εξατομικευμένης, ολιστικής και συνεχούς φροντίδας υγείας των πολιτών, όπως προβλέπονταν άλλωστε και για τον «Οικογενειακό Ιατρό», κατά παράδοση και βάσει προηγηθέντων νομοθετημάτων.
Αυτή άλλωστε είναι η κυρίαρχη αποστολή του θεσμού ως πρωταρχικού παράγοντα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1978 στη διακήρυξη της Alma-Ata , στην οποία αποφασίστηκε ότι «η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι βασική φροντίδα εδραιωμένη σε επιστημονικά ορθή πράξη και κοινά αποδεκτές μεθόδους και τεχνολογίες που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειές στην κοινότητα, με πόρους που εξασφαλίζει η κοινωνία και η εκάστοτε χώρα».
Ιδιαίτερα επίκαιρο ενδιαφέρον αναδεικνύεται από το σκεπτικό της διακήρυξης αυτής, σε σχέση με την αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας οργάνωση της συνολικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού που ως όρος αντικατέστησε τον Οικογενειακό Ιατρό.
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ, στις σύγχρονες συνθήκες αναδεικνύεται η μοναδική αξία της ποιοτικής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς που αποτελεί και την θεμελιώδη βάση υπόστασης του «Προσωπικού Ιατρού» που όμως σύμφωνα με το επίκαιρο νομοσχέδιο χρήζει «αναμόρφωσης»
Αυτή η αξία ενισχύεται με την γνωστή απόφαση της UNESCO, σύμφωνα με την οποία «η ποιοτική σχέση ιατρού-ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη ανθρώπινη συνιστώσα για την υγειονομική περίθαλψη του πολίτη, καθώς παρέχει πολλαπλή στήριξη στην κατάσταση της αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας που προκαλεί η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή, ενώ συμβάλλει στη βελτίωση των διαδικασιών διαγνωστικού προσανατολισμού και θεραπείας, που με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξατομίκευσης και σεβασμού».
Εκ των ως άνω καθίσταται αυταπόδεικτος ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο Προσωπικός Ιατρός, ως στυλοβάτης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του οποίου η υπόσταση εξαρτάται άμεσα από την αρχή της σχέσης Ιατρού-Ασθενούς.
Με την διαπίστωση ότι η σχέση Ιατρού-Ασθενούς και κατά συνέπεια η υπόσταση του Προσωπικού Ιατρού, υπόκεινται διαρκώς στις διάφορες επιδράσεις πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού, τεχνολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθίσταται απαραίτητη η προστασία και η ενίσχυση τους.
Αυτή η αναγκαιότητα επαναβεβαιώνεται συνεχώς μέσω της αναντικατάστατης σχέσης εμπιστοσύνης, φιλίας, ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης, που διαμορφώνεται μεταξύ ιατρού και ασθενούς με την πάροδο ετών και κάτω από δυσχερείς συνθήκες αγωνίας, πόνου, ανασφάλειας και λύτρωσης, όπως αυτές που βιώνουν οι κοινωνίες καθημερινά.
Αυτές οι συνθήκες από τα παλαιότερα χρόνια είναι που καθιέρωσαν στην κοινωνική συνείδηση την έννοια του «Οικογενειακού Ιατρού», πολύ πριν αποφασίσουν οι πολιτικές ηγεσίες με τους διάφορους νομοθετικούς πειραματισμούς, να ασχοληθούν με την θεσμοθέτησή του και τελευταία με την μετονομασία του σε «Προσωπικό Ιατρό».
Όλες οι πολιτικές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια τα ζητήματα υγείας, συμπεριέλαβαν στις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες και την έννοια του Οικογενειακού Ιατρού.
Τα νομοθετήματα όμως με τα οποία διαχρονικά επιχειρήθηκε να καθιερωθεί και να λειτουργήσει αυτός ο θεσμός, δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά ποτέ.
Και αυτό διότι οι συντάκτες των νομοθετημάτων θεσμοθετούσαν παλαιότερα την έννοια του Οικογενειακού Ιατρού και εισαγάγουν τον Προσωπικό Ιατρό, με κυρίαρχα τα λογιστικά κριτήρια, χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τους την αναντικατάστατη σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Η προηγηθείσα αντικατάσταση του όρου «Οικογενειακός Ιατρός» με αυτόν του «Προσωπικού Ιατρού», καθώς και η επιχειρούμενη «αναμόρφωση» του με το επίκαιρο νομοσχέδιο, δεν προσδίδουν κάποιο διαφορετικό περιεχόμενο στον θεσμό, ώστε να χαρακτηρίζεται πρωτότυπος και να διαφέρει από τον ορισμό που δόθηκε σε όλα τα σχετικά νομοθετήματα που προηγήθηκαν διαχρονικά.
Ο πολίτης που βιώνει τις συνέπειες των κρίσεων με την εκτίναξη του τιμαρίθμου σε βασικά προϊόντα διαβίωσης, εκφράζει δικαιολογημένα την ανασφάλεια που τον διακατέχει μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νόσησης του, στις δαπάνες της οποίας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει εξ ιδίων, ενώ η κάλυψη από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας παραμένει επισφαλής.
Η εμφανής υπόδειξη εκ μέρους του νομοθέτη προς τον πολίτη, να επιλέξει Προσωπικό Ιατρό, εκ του περιορισμένου αριθμού των υποδεικνυομένων που ενδεχομένως δεν γνωρίζει, παραμερίζοντας τον ιατρό που εμπιστεύονταν και με τον οποίον επί χρόνια είχε οικοδομήσει τις μοναδικής αξίας σχέσεις ιατρού-ασθενούς, δεν αποτελεί παρά συνέχεια μιας σειράς ανεφάρμοστων επιλογών, που ατυχώς δεν έχουν αποφέρει την αναγκαία γνώση και κρίση.
Ο νομοθέτης με τις διατάξεις του επίκαιρου νομοσχεδίου περί «Αναμόρφωσης του Προσωπικού Ιατρού», φαίνεται να αγνοεί το γεγονός ότι ο σημερινός πολίτης είναι επαρκώς εκπαιδευμένος να αναγνωρίζει τα πρώιμα συμπτώματα μιας βαριάς νόσου που τον απειλεί και καταφεύγει έγκαιρα στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό.
Με αυτό τον τρόπο σώζονται ζωές, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος και αποτρέπονται βαριές νοσήσεις και αναπηρίες που πλην άλλων επιφέρουν και βαρύτατο οικονομικό κόστος στις οικογένειες και στο Δημόσιο Ασφαλιστικό Σύστημα.
Η νομοθετική πρόβλεψη ωστόσο υπηρετεί την αντίληψη ότι ο ασθενής πρέπει πρώτα να επισκέπτεται τον Προσωπικό Ιατρό του συστήματος, του οποίου ο ρόλος ουσιαστικά υποβαθμίζεται σε αυτόν του «θυρωρού» (gate keeper), που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να τον παραπέμπει στον κατά περίπτωση ειδικό ιατρό, ο οποίος και θα μεθοδεύει τις απαιτούμενες εξειδικευμένες εξετάσεις, τις θεραπείες, τις νοσηλείες και τα απαιτούμενα κατά περίπτωση χειρουργεία.
Αυτή η νομοθετική αντίληψη για τον «Προσωπικό Ιατρό» τον οδηγεί νομοτελειακά να συντροφεύσει τους Οικογενειακούς Ιατρούς των προηγουμένων νομοθετημάτων, στα αραχνιασμένα συρτάρια των ανεφάρμοστων διατάξεων.
Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι αυτονόητες και έχουν επαρκώς και κατ’ επανάληψη διατυπωθεί από τους Φορείς της Ιατρικής Κοινότητας, με αποφάσεις συλλογικών οργάνων, εισηγήσεις και παρεμβάσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αποτελεί γενικότερη αντίληψη ότι η νομοθετική κινητικότητα για την Υγεία δεν σταματά ποτέ και αυτό επιβεβαιώνεται από τα κατά καιρούς δημοσιοποιούμενα νομοθετήματα, όπως το επίκαιρο με το οποίο προαναγγέλλεται η ανάθεση του ρόλου του Προσωπικού Ιατρού, στους νέους άνευ ειδικότητας Ιατρούς που υπηρετούν για περιορισμένο χρόνο την θητεία υπαίθρου στα Νοσοκομεία, στα Κέντρα Υγείας, στα Περιφερειακά Ιατρεία και εν γένει στα Αγροτικά Ιατρεία.
Αυτή η πραγματικότητα θέτει επιτακτικά την ανάγκη γενικής και διαρκούς ενεργοποίησης των Κοινωνικών Φορέων και των πολιτών για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, κατά τρόπο ώστε ο νομοθέτης να θωρακίσει θεσμικά τον «Προσωπικό Ιατρό» σύμφωνα με τις πραγματικά απαιτούμενες αναγκαιότητες και προδιαγραφές, να παραμερίσει τους λογιστικούς πειραματισμούς στον χώρο της Υγείας και να αποδώσει στους πολίτες αυτό που πραγματικά τους ανήκει και για το οποίο έχουν πληρώσει αδρά και εξακολουθούν να πληρώνουν εκ του υστερήματος τους, δια των ασφαλιστικών τους εισφορών και της φορολογίας.