Του δρ Μάξιμου Χαρακόπουλου
Το πολιτικό σύστημα της χώρας κλονίστηκε, κατά την προηγούμενη δεκαετία, από μια πρωτοφανή κρίση, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της οικονομικής χρεωκοπίας. Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την πολιτική, και ιδίως προς τα παραδοσιακά κόμματα, υποχώρησε ραγδαία, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις κυριολεκτικά κατέρρευσε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου, που έλαβε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ποσοστό 4,68%! Όμως και η ΝΔ υπέστη ένα αναπάντεχο σοκ στις εκλογές του Μαΐου 2012, με το 18,85%. Το εκλογικό σώμα, σε κλίμα άκρας απογοήτευσης, αναζητούσε «στα τυφλά», συνήθως, επιλογές διαμαρτυρίας. Έτσι, το ελληνικό κοινοβούλιο βρέθηκε με πολλά κόμματα, που εκπροσωπούσαν όλη την πιθανή γκάμα στον πολιτικό γαλαξία – από την πολιτική φαιδρότητα μέχρι ακόμη και τη φαιά νεοναζιστική εκδοχή. Το κλείσιμο αυτής της ταραχώδους περιόδου, με τη συντριπτική ήττα του λαϊκισμού και τη θριαμβευτική επάνοδο της ΝΔ, η οποία απέδειξε τις ισχυρές ρίζες που διαθέτει στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, βρήκε πολλούς από τους κομματικούς σχηματισμούς αυτών των κοινοβουλευτικών περιόδων να είναι εκτός Βουλής ή να έχουν ενσωματωθεί σε άλλα κόμματα. Γενικά αυτή την δεκαετία, άδοξη ήταν η τύχη για τους ΑΝΕΛ, τη Χρυσή Αυγή, το ΠΟΤΑΜΙ, τη ΔΗΜΑΡ, την Ένωση Κεντρώων και τη Δημοκρατική Συμμαχία. Ένα ακόμη κόμμα, το ΜΕΡΑ25, βρέθηκε εκτός Βουλής το 2023.
Ωστόσο, παρά την επαναφορά της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας με τις δύο συνεχόμενες νίκες της ΝΔ, η κοινοβουλευτική ρευστότητα και πολυσπερμία δεν ξεπεράστηκε. Σήμερα, στην Βουλή των Ελλήνων εκπροσωπούνται 9 κοινοβουλευτικές ομάδες (ΚΟ): ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση, Νέα Αριστερά, Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας, Σπαρτιάτες, ενώ και ανεξάρτητοι βουλευτές, που έχουν αποχωρήσει ή διαγραφεί από διάφορα κόμματα προσανατολίζονται στη συγκρότηση ΚΟ. Διάχυτη υπάρχει ακόμη η φημολογία ότι, μια πιθανή διάσπαση στο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογή νέας ηγεσίας θα εμφάνιζε ακόμη μια ΚΟ στην Βουλή, φθάνοντας έτσι τις 11! Κάποιος θα έλεγε ότι ένας τέτοιος πλουραλισμός προσφέρει στην δημοκρατία. Αυτό μένει να αποδειχθεί, όμως το σίγουρο, για όποιον γνωρίζει τα κοινοβουλευτικά πράγματα, είναι ότι αυτός ο κοινοβουλευτικός κατακερματισμός δεν συμβάλλει σε ένα γόνιμο κοινοβουλευτικό έργο. Αντιθέτως, οδηγούμαστε σε λαβυρίνθους διαδικασιών. Οι συνεδριάσεις στις Επιτροπές της Βουλής γίνονται σχοινοτενείς και δυσχεραίνεται η δυνατότητα ουσιαστικών παρεμβάσεων. Ακόμη και στην Ολομέλεια, η «παρέλαση» τόσων αρχηγών, κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και εισηγητών, στο τέλος «ξεχειλώνει» τη συζήτηση, αφαιρεί σφυγμό και ουσία από τον διάλογο.
Αυτές οι διαπιστώσεις, και κυρίως η ανάγκη ενός σταθερού πολιτικού συστήματος και ισχυρών κυβερνητικών λύσεων, ώστε να μην βρεθούμε σε μια δύσκολη διεθνή συγκυρία σε εσωτερική πολιτική αδυναμία, με είχαν οδηγήσει και κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο να διατυπώσω την πρόταση για την αύξηση του κατώτατου ορίου εισόδου στην Βουλή από το 3% στο 5%. Πρόκειται για ένα εκλογικό όριο που δεν αλλοιώνει την εκλογική εντολή, επιτρέπει με μεγαλύτερη ευκολία τον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων, ενώ συμβάλλει σε πιο αποτελεσματικές κοινοβουλευτικές διεργασίες. Άλλωστε, το εκλογικό όριο του 5% εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως είναι η Γερμανία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Ουγγαρία, η Εσθονία και η Τσεχία.
Αν και αυτή τη στιγμή, δεν υφίσταται επισήμως θέμα αλλαγής εκλογικού νόμου, εντούτοις, στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα τίθεται με ποικίλους τρόπους. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν θα υπάρξει μια ανάλογη εξέλιξη στο άμεσο μέλλον, θεωρώ επιβεβλημένο να εξετάσουμε σοβαρά την προοπτική της αύξησης του εκλογικού ορίου εισόδου στη Βουλή, με πρώτο κριτήριο την πολιτική σταθερότητα σε ασταθείς καιρούς.
Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.