Του Χρήστου Στ. Μπλατσιώτη
Ο δράκος κατά τη μυθολογία είναι ένα γιγάντιο ζωντανό που συνήθως μοιάζει με ερπετό ή με σαύρα. Οι πεποιθήσεις των ανθρώπων για τους δράκους ποικίλλουν σημαντικά ανά εποχή και ανά περιοχή. Συνήθως είναι καταστροφικοί υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που λειτουργούν συμμαχικά με τους ανθρώπους, ζουν ανάμεσά τους και κάποιες φορές παντρεύονται και νεαρές κοπέλες, είτε φτωχικές είτε βασιλοπούλες. Μολονότι δεν υπάρχει καμία επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξή τους, το ερώτημα είναι πώς κατάφεραν να κυριαρχήσουν τόσο δυναμικά στις παραδόσεις των ανθρώπων χωρίς στην ουσία να είναι υπαρκτά όντα.
Λίγο ή πολύ, οι δράκοι όπως περιγράφονται σε κάθε θρύλο ή ιστορία, μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Είναι μεγάλα ερπετόμορφα πλάσματα, συνήθως φτερωτά και με δυνατότητα μεγάλων πτήσεων, τις περισσότερες φορές έχουν 4 πόδια, έχουν λέπια ή φολίδες, νύχια, κέρατα και ουρά φιδιού. Το ότι σε κάποιες περιγραφές μοιάζουν με τεράστιους κροκόδειλους, με υπερμεγέθη φίδια ή ακόμη και με δεινόσαυρους, ίσως αφήνει περιθώρια για κάποιες εικασίες.
Δράκοντες διαφόρων μορφών περιγράφονται σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλο τον κόσμο. Τέτοια απόκοσμα πλάσματα περιγράφονται στις μυθολογίες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας, της αρχαίας Αιγύπτου, της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίων λαών της Άπω Ανατολής (Κίνα, Ιαπωνία κλπ), των προκολομβιανών λαών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής (Αζτέκοι, Ίκνας κλπ), των αρχαίων λαών της Σκανδιναβίας και άλλων λαών της Ευρώπης. Σχεδόν όλες οι δοξασίες υποστηρίζουν ότι οι δράκοι είχαν τη δυνατότητα να εκτοξεύουν φωτιά από το στόμα, ενώ συχνά παρουσιάζονται ως πανέξυπνα, άπληστα, σαρκοφάγα όντα (χωρίς να παραλείπουν ανθρώπους από το μενού τους), τα οποία συνήθιζαν να ζουν σε σκοτεινά απομονωμένα μέρη κάτω από το έδαφος ή σε σπηλιές, κάποιες φορές φυλάσσοντας και κάτι πολύτιμο.
Στον χριστιανισμό, οι δράκοντες είναι διαβολικά όντα, αντιπροσωπεύουν τον ίδιο τον Διάβολο και το’ χει η μοίρα τους να ηττώνται κατά κράτος από το Σταυρό του Ιησού Χριστού και τη σπάθα ή το δόρυ των Αγίων εκπροσώπων του. Ο πιο γνωστός και λαοφιλής δρακοκτόνος του Χριστιανισμού είναι ο Άγιος Γεώργιος ενώ ανάμεσα στους επικούς δρακοκτόνους της ίδιας θρησκείας περιλαμβάνονται και άλλοι Άγιοι όπως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Άγιος Θεόδωρος καθώς και μια γυναίκα, η Αγία Μαρίνα.
Ελάχιστα γνωστή όμως είναι η ύπαρξη μιας ακόμη δρακοκτόνου Αγίας του Χριστιανισμού, της Αγίας Ιερουσαλήμ, η οποία σύμφωνα με την παράδοση έζησε κατά τον 3ο αιώνα, στην εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και διακόνησε ως Μοναχή σε Μοναστήρι της Βέροιας.
Για τον βίο της Αγίας Ιερουσαλήμ μας δίνει πληροφορίες ο ιστορικός της Βέροιας, Γεώργιος Χ. Χιονίδης [1] βασιζόμενος σε στοιχεία της έρευνάς του καθώς και στο διασωθέν χειρόγραφο Συναξάρι για τον βίο της Αγίας το οποίο χρονολογείται στο έτος 1671 και εκδόθηκε το 1935 από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης, Πολύκαρπο Σακελλαρόπουλο.
Στο Συναξάρι αυτό περιγράφονται και θαύματα της Αγίας Ιερουσαλήμ ένα από τα οποία σχετίζεται με τη διάσωση των κατοίκων της Βέροιας και της περιοχής της, από έναν δράκο που τους τρομοκρατούσε ανηλεώς. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή [2], όταν ενημερώθηκε η Αγία Ιερουσαλήμ για το συγκεκριμένο βάσανο των Βεροιαίων και της περιοχής, ήλθε στην πόλη της Βέροιας και ανταμώνοντας το θηρίο, το «διέταξε» (sic) να εισέλθει μέσα σε μια φωτιά την οποία είχε ανάψει η ίδια για τον σκοπό αυτό, σε κεντρικό σημείο της πόλης («εις το μέσον της Βέροιας»). Και πράγματι, ο δράκος υπάκουσε στη διαταγή της Αγίας Ιερουσαλήμ, μπήκε μέσα στη φωτιά και τελικά αφού καίγονταν εντός αυτής για 40 συνεχείς ημέρες, εξαφανίστηκε οριστικά και απαλλάχθηκε η πόλη και η περιοχή από την παρουσία του.
Αυτή είναι η πρώτη και μοναδική περιγραφή μυθικού (;) δράκου στην πόλη της Βέροιας, προφανώς όμως δεν είναι μια ιστορία ευρέως γνωστή παρότι θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα λαοφιλής κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι ζωγράφοι ή και οι αγιογράφοι, δεν μας έχουν δώσει ακόμη, μια απεικόνιση της Αγίας Ιερουσαλήμ να κατακαίει τον δράκο της Βέροιας θριαμβευτικά και με Θεία δύναμη. Θα ήταν ένα ξεχωριστό ζωγραφικό θέμα. Όμως ποτέ δεν είναι αργά…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γεώργιος Χ. Χιονίδης, «Ιστορία της Βέροιας, της πόλεως και της περιοχής», τ. Α’, Βέροια (1960), σελ. 186-188
[2] Γεώργιος Χ. Χιονίδης, ο.π. σελ. 188