Στον νέο τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού, κατά τον όποιο, πλέον, θα απαγορεύεται διά νόμου η μείωσή του, αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του στη χθεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε ότι το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού που αφορά το σύνολο των εργαζομένων, θα καθορίζεται από δύο κριτήρια: Από τη μια πλευρά τον ρυθμό ανάπτυξης και βελτίωσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και από την άλλη τον πληθωρισμό, αλλά τον πληθωρισμό, ο οποίος πλήττει ειδικά τα χαμηλότερα εισοδήματα.
«Όσο καλύτερα πηγαίνει η οικονομία, όσο βελτιώνεται η παραγωγικότητα, τόσο θα αυξάνεται ο πρώτος μισθός. Αλλά και όσο ανεβαίνουν οι τιμές, τόσο θα αντισταθμίζουν αυτή την αύξηση των τιμών οι αμοιβές», τόνισε και διαβεβαίωσε πως θα τηρηθεί η δέσμευση για αύξησή του στα 950 ευρώ έως το τέλος της τετραετίας.
«Να θυμίσω για ακόμα μία φορά ότι ο κατώτατος μισθός ήταν στα 650 ευρώ το 2019, είναι ήδη στα 830 ευρώ, θα τηρήσουμε τη δέσμευσή μας να φτάσει στα 950 ευρώ ως το 2027. Είναι μία αύξηση σχεδόν 50%. Ενώ και οι μέσες απολαβές, από 1.036 ευρώ ο στόχος μας είναι -και πιστεύω ότι θα τον πετύχουμε, ενδεχομένως να τον ξεπεράσουμε κιόλας- να φτάσουν τα 1.500 ευρώ το 2027, βελτιωμένες δηλαδή κατά 45%. Το νέο σύστημα έρχεται να ευνοήσει και τους δημόσιους υπαλλήλους, με τον εισαγωγικό τους μισθό να συμβαδίζει πια με τη βασική αμοιβή στη χώρα. Θα συμπαρασύρει, προφανώς, προς τα πάνω και τις τριετίες, αλλά και όλα τα επιδόματα τα οποία συνδέονται με τον κατώτατο μισθό. Με άλλα λόγια, είναι μια σημαντική μεταρρύθμιση, η οποία αφορά το σύνολο των εργαζόμενων, με επίκεντρο, την καθοριστική ρήτρα ότι οι αποδοχές πια δεν θα μπορούν να μειώνονται παρά μόνο να αυξάνονται. Είναι μια διασφάλιση, η οποία καθιερώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θωρακίζοντας το εισόδημα απέναντι σε κάθε απειλή περιορισμού του, φροντίζοντας όμως παράλληλα και τον έτερο αναγκαίο χώρο της παραγωγής, την επιχειρηματικότητα, την οποία ελαφρύνει από βάρη», σημείωσε ο πρωθυπουργός υπογραμμίζοντας ότι ως το 2025 οι ασφαλιστικές εργοδοτικές εισφορές θα έχουν αποκλιμακωθεί κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες, με στόχο να φτάσουν το 6% ως το 2027, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Αυτή η συνετή πολιτική της μείωσης των φόρων σε συνδυασμό με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, επιτυγχάνεται σε μία εποχή όπου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα ελλείμματα αυξάνονται. Βλέπετε τι γίνεται στη Γαλλία, η οποία επιχειρεί να περάσει μέσα από ένα διασπασμένο κοινοβούλιο έναν νέο προϋπολογισμό, με σημαντικές αυξήσεις φόρων αλλά και περιορισμούς δαπανών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόλις χθες αναγγέλθηκε ο καινούργιος προϋπολογισμός, με πρόσθετα φορολογικά βάρη ύψους 40 δισεκατομμυρίων λιρών. Στην πατρίδα μας η πορεία είναι η αντίστροφη, δικαιώνοντας έτσι τους δύο πυλώνες της προόδου της: δημοσιονομικά ισορροπημένες επιλογές, αλλά και φορολογική δικαιοσύνη», είπε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε: «Η μάχη κατά της φοροδιαφυγής ήταν πάντα ένα σύνθημα, ένα πολυφορεμένο σλόγκαν στα χείλη όλων των πολιτικών. Νομίζω, από ευχή, πια, γίνεται πραγματικότητα, με τα πρώτα έσοδα να ενισχύουν, προφανώς, τους πιο αδύναμους, αλλά όλα τα επόμενα πρόσθετα έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, να ανοίγουν τελικά τον δρόμο για νέες μειώσεις φόρων. Έχουμε, ήδη, προσδιορίσει το τι θα κάνουμε στον προϋπολογισμό του 2025, ώστε η μικρότερη αυθαιρεσία των λίγων να σημαίνει τελικά τη μεγαλύτερη ανακούφιση των πολλών».
Καταλήγοντας σχολίασε: «Θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η στάση της αντιπολίτευσης στη Βουλή σε όλα αυτά τα νομοσχέδια, τα οποία θα συζητήσουμε. Εκεί νομίζω ότι θα φανούν πολλά».