Του Απόστολου Ιωσηφίδη
Στην έξοδο από το κατοχικό έρεβος και στο κατώφλι του εμφύλιου ζόφου, ακριβώς πέντε χρόνια μετά την έκρηξη του αλβανικού έπους, στις 28 Οκτωβρίου 1945, οι άρτι απελευθερωθέντες -και μανιωδώς αλληλοσπαρασσόμενοι- Έλληνες γιόρταζαν, για πρώτη φορά φανερά και δημόσια, την επέτειο του «ΟΧΙ».
Και, όπως πολύ συχνά στην «τρισχλιετή» ιστορία τους συμβαίνει, ο εορτασμός είχε δυο αντίθετες μεταξύ τους όψεις, δυο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, δυο αλληλοϋποβλεπόμενες εκδηλώσεις:
αυτή της επίσημης Πολιτείας, που, με τη συμμετοχή των Αρχών, ελληνικών και «παρεπιδημούντων» ξένων, διοργάνωσε, απανταχού της Χώρας, λαμπρές τελετές, εμπλουτισμένες με όσα το πρωτόκολλο προβλέπει: παρελάσεις, εκφωνήσεις πανηγυρικών λόγων, λαμπαδηδρομίες, δείπνα, χορούς κ.λπ.•
κι εκείνη του Πολιτικού Συνασπισμού των Κομμάτων του ΕΑΜ, που καλούσαν τους πολίτες αφενός να τιμήσουν την πολεμική επέτειο στις λαϊκές συνοικίες και αφετέρου να απέχουν από τους κρατικούς εορτασμούς, στους οποίους απέδιδαν «σκοτεινές» σκοπιμότητες, χαρακτηρίζοντάς τους «φασιστικούς» ή, επί το ηπιότερον, «φατριαστικούς».
Η μοιραία αντιπαράθεση [συνέχεια όσων θλιβερών είχαν προηγηθεί, αλλά και προανάκρουσμα όσων φρικτών επέπρωτο, ακόμη και τις αμέσως επόμενες μέρες (και στην περιοχή μας) να ακολουθήσουν] κορυφώθηκε, όπως ήταν «φυσικό», στις μεγάλες πόλεις• χωρίς να λείψουν τα επεισόδια και στις μικρότερες.
Τον πρώτο εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ» στην Ημαθία (Βέροια και Νάουσα) περιγράφει η ανταπόκριση του «Φωτός», με την συνήθη της εποχής (και του προσανατολισμού της εφημερίδας) φρασεολογία:
«Βέρροια, 30.- Διὰ πρώτην φοράν, ἐλευθέρα πλέον, ἡ πόλις μας ἑώρτασε τὴν ἐπέτειον τοῦ πολέμου κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ στρατός μας ἐδημιούργησε τὴν ἐποποιΐαν τῆς Ἀλβανίας.
Ἀπὸ τῆς 25ης ἐσημαιοστολίσθησαν αἱ οἰκίαι καὶ τὰ καταστήματα. Κατὰ τὸ πρόγραμμα, ὁ ἐπίσημος ἑορτασμὸς ἤρχισε ἀπὸ τῆς 27ης Ὀκτωβρίου.
Εἰς τὸ μνημεῖον τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου ἐγένετο ἡ κατάθεσις στεφάνων ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν, τῶν προσκόπων καὶ τῶν Ὀργανώσεων.
Ἐπηκολούθησεν ἐμπνευσμένη ὁμιλία ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Στρουθοπούλου, μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁποίας οἱ μαθηταὶ ἔψαλλαν τὸν Ἐθνικὸν Ὕμνον.
Τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ Γυμνασίου ὑπὸ τοῦ συνδέσμου τῶν Ἐθνικοφρόνων διδασκάλων ἐδόθη ἑορτὴ ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ κ. Δημάρχου, τὴν ὁποίαν ἐτίμησαν αἱ πολιτικαὶ καὶ στρατιωτικαὶ Ἀρχαί, Ἀγγλικαὶ καὶ Ἑλληνικαί.
Ἐξ ἄλλου, ἐπ᾿ εὐκαιρία τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, εἰς τὰς 10.30 εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἐψάλη δοξολογία παρουσίᾳ τῶν Ἀρχῶν.
Τὸν πανηγυρικὸν ἐξεφώνησεν ὁ δικηγόρος κ. Τσαρπαλῆς, μεθ᾿ ὃν ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, ἐξάρας τὴν σημασίαν τοῦ ἑορτασμοῦ.
Ἐπηκούθησεν κατάθεσις στεφάνων ἐκ μέρους τῶν ἀρχῶν εἰς τὸ μνημεῖον τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου καὶ παρέλασις, εἰς τὴν ὁποίαν μετέσχον οἱ μαχηταὶ τῆς Ἀλβανίας, οἱ Χιτες, οἱ μαθηταὶ τῶν σχολείων, οἱ πρόσκοποι καὶ αἱ ὁδηγοὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Τοπικὸν Ἔφορον κ. Παπαδόπουλον.
Ἡ παρέλασις ἔκλεισε μὲ τὰ τμήματα τοῦ Ἐθνικοῦ μας Στρατοῦ μὲ τὸν ἄρτιον ὁπλισμόν του, ἐνῶ χειροκροτήματα καὶ ζητωκραυγαὶ ἐδόνουν τὴν πλατεῖαν.
Τὸ ἀπόγευμα εἰς τὴν πλατεῖαν Γεωργίου τοῦ Α! ἐχορεύθησαν λαϊκοὶ χοροὶ ὑπὸ τῶν μαθητριῶν τοῦ Γυμνασίου.
Τὸ ἑσπέρας ὑπὸ τῶν μαθητῶν καὶ προσκόπων ἐγένετο λαμπαδηφορία, ἡ Ἐπαρχία δὲ παρέθεσε δεῖπνον εἰς τὸ ὁποῖον παρεκάθησαν περὶ τὰ 200 πρόσωπα. Προπόσεις ἤγειραν ὁ Ἔπαρχος κ. Πέτροβας, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης καὶ ὁ δικηγόρος κ. Τσαρπαλῆς. Ἐπηκολούθησε χορός.
Ἐαμοκομμουνιστικαὶ ἀσχημίαι
Καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁλόκληρος ὁ λαὸς τῆς Βερροίας ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ μνημείου τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου ὅπου εἶχεν ἀποτίσει φόρον τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς ὅσους ἔπεσαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, οἱ ταραξίαι τῆς πόλεώς μας, οἱ ἐαμοκομμουνισταί, μὲ προκηρύξεις καὶ χωνιὰ ἐκάλουν τὸν λαὸν νὰ μὴ συμμετάσχῃ εἰς τὰς ἑορτὰς διότι εἶναι φασιστικαί.
Συνελήφθησαν οἱ Σ.Κ., Σ.Μ., καὶ Ν.Γ.. Ὁ λαὸς τῆς πόλεώς μας κατηγανακτισμένος ἀναμένει τὴν αὐστηρὰν τιμωρίαν τῶν ταραξιῶν.
Εἰς Νάουσσαν
Νάουσσα, 30.- Μὲ ἀκράτητον ἐνθουσιασμὸν ἡ πόλις μας ἑώρτασε τὴν ἐπέτειον τοῦ Ἱστορικοῦ «Ὄχι». Ἀπὸ πρωΐας ἐκυμάτιζε ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ γαλανόλευκος. Τὴν 10ην π.μ. ἐψάλη δοξολογία εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν παρουσίᾳ τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεώς μας. Ἐπηκολούθησεν παρέλασις τοῦ Στρατοῦ καὶ τῶν μαθητῶν ὑπὸ τὰς ζητωκραυγὰς καὶ τὰ χειροκροτήματα τοῦ ἐνθουσιῶντος πλήθους.
Πολυάριθμοι στέφανοι κατετέθησαν εἰς τὸν ἱστορικὸν πλάτανον ὅπου ἐτάφησαν τὰ ὀστᾶ ὑπερχιλίων Ναουσσαίων σφαγιασθέντων κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ναούσσης τὸ 1822.»
«Τὸ Φῶς», 31-10-1945.