Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ο ΙΘ΄ αιώνας, φίλοι αναγνώστες, χαρακτηρίζεται ως αιώνας του υλισμού,.
Υλισμός δεν είναι ένα πραγματοκρατικό φιλοσοφικό σύστημα, κατά το οποίο το παν είναι ύλη.
Οι ανωτέρω δύο: Δαρβίνος και Νίτσε, διακήρυξαν ότι ο άνθρωπος αποτελεί απλώς μια βιολογική ύπαρξη και έτσι έθεσαν τις θεωρητικές βάσεις του υλισμού. Την υλιστική αυτή βάση έρχεται να συμπληρώσει και να αξιοποιήσει ο περίφημος Μαρξ και να διακηρύξει, θεωρητικά και πρακτικά, ότι όποιος μπορεί να γίνει ισχυρότερος, όποιος μπορεί να κυριαρχήσει, να νικήσει, να εξαφανίσει τον αδύνατο, έχει καθήκον και δικαίωμα να το πράξει και να προχωρήσει χωρίς δισταγμό. Με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο. Εφόσον δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ούτε έλεγχος, ούτε φραγμός, ούτε δισταγμός. Δίχως Θεό όλα επιτρέπονται. Αρκεί να επιτυγχάνεται και να εξασφαλίζεται ο σκοπός.
Μετά τον Μαρξ έρχεται ο Φρόυντ. Αρνείται και αυτός το Θεό και στη θέση του τοποθετεί τον σεξουαλισμό. Ο Φρόυντ διακηρύσσει ότι η θρησκεία είναι εκδήλωση απωθημένων συναισθημάτων, μειονεκτικότητας και κατωτερότητας του ανθρώπου και ότι εφόσον δεν υπάρχει Θεός, είναι ελεύθερος ο άνθρωπος να επιδίδεται σε όλες τις απαιτήσεις των ενστίκτων.
Ο Δαρβίνος με την βιολογία, ο Νίτσε με την φιλοσοφία, ο Μαρξ με την κοινωνιολογία και ο Φρόυντ με την ψυχολογία πρόσφεραν τις βάσεις της υλιστικής κοσμοθεωρίας.
Επάνω στις βάσεις αυτές θεμελίωσαν τα κοινωνικά τους συστήματα ο Λένιν και ο Χίτλερ και μετέβαλαν τις θεωρίες σε καθεστώτα, τα οποία σήμερα μαστίζουν την ανθρωπότητα. Αλλά η ζωή δεν διέπεται μόνο από φυσικούς νόμους. Διέπεται και από πνευματικούς νόμους, από ακατάλυτες ηθικές και πνευματικές αξίες, των οποίων η καταπάτηση δημιουργεί σεισμό και αφανισμό.
Όλα τα παραπάνω συστήματα έχουν ως βάση και στόχο την κατάργησή του Θεού και την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκείας. Το τραγικότερο δε σε όλη αυτή την περιπέτεια ήταν ότι οι κήρυκες αυτή του αθεϊσμού, τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, τις παρουσιάζουν ως πορίσματα της επιστήμης και εξαπατούσαν τον λαό.
Η καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο, (Δαρβίνος), ο υπεράνθρωπος και ο θάνατος του Θεού (Νίτσε), η θρησκεία το όπιο του λαού (Μαρξ) και η θρησκεία νεύρωση και αυταπάτη (Φρόυντ), παρέσυραν τον άνθρωπο στην πλάνη, απάλλαξαν τη συνείδησή του από τις ηθικές ευθύνες και τον οδήγησαν στον κατήφορο του μηδενισμού. Έτσι, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τις ηθικές και πνευματικές αξίες, έχασε το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και παρέδωσε τις τύχες του στους ψευδοπροφήτες του υλισμού.
Γεννάται, όμως, το ερώτημα: Ενώ συνέβαιναν όλα τα ανωτέρω, που ευρίσκοντο και τι έκαναν οι πνευματικές δυνάμεις του χριστιανισμού; Πρέπει να ομολογηθεί ότι και αυτές δεν ευρίσκοντο στο ύψος της αποστολής τους. Οι ανάξιοι εκπρόσωποι της θρησκείας, η κακή εφαρμογή των χριστιανικών αρχών στα διάφορα πεδία της ζωής και άλλοι εσωτερικοί και εξωτερικοί λόγοι, δημιούργησαν την καχυποψία και ευνόησαν την επικράτηση των αθεϊστικών αντιλήψεων. Έτσι, αντί να θεμελιωθεί η ζωή πάνω στο βράχο των αιωνίων άξιων του Ευαγγελίου, θεμελιώθηκε στην άμμο του ορθολογισμού και του ψευδοανθρωπισμού. Και ήταν επόμενο να μην αντέξει και να καταπέσει σε ερείπια.
Σήμερα ακόμα πολλοί διανοούμενοι θέτουν το ερώτημα: Αντέχει ο χριστιανισμός στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου; Ο σύγχρονος άνθρωπος, δηλαδή μπορεί να οικοδομήσει τη ζωή του, μπορεί να στηρίξει το μέλλον του, πάνω στα θεμέλια και τις βάσεις της χριστιανικής θρησκείας; Δεν αποτελεί ύβρη κατά της επιστήμης, της προόδου, της ιστορίας, η παραδοχή και τοποθέτηση του Ευαγγελίου ως θεμελίου της ζωής; Πρόκειται όμως περί πειρασμού...
Η ιστορία, η επιστήμη, οι φιλόσοφοι, η παγκόσμια πείρα, όλα αποδεικνύουν και επιμαρτυρούν ότι ο χριστιανισμός δεν γερνάει και δεν παρακμάζει, δεν εξαντλείται, δεν διαψεύδεται και δεν χρεοκοπεί... Τα θεμέλιά του παραμένουν πάντοτε στερεά ακόμα απρόσβλητα και αμετακίνητα. Μπορεί σε ένα σπίτι η θύελλα να φέρει πολλές ή λίγες, μικρές ή μεγάλες ζημιές στη στέγη και σε άλλα εξωτερικά σημεία της οικοδομής, που αποτελούν το ανθρώπινο στοιχείο, αλλά το θείο θεμέλιο, ή υπερφυσική καταβολή, ή πέτρα ακόμα ο βράχος, ο Χριστός, παραμένουν άθικτα και απαρασάλευτα... Μπορεί η θύελλα της ανθρώπινης ανταρσίας και αποστασίας να σπάσει την κορυφή και τα κλαδιά του δέντρου, αλλά ο κορμός και οι ρίζες, θα παραμείνουν αειθαλή και ζωηφόρα... Πρόκειται, λοιπόν, περί πειρασμού... Αλίμονο, αν ταυτίσουμε το χριστιανισμό με τη ματαιότητα και την παροδικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων και των εγκόσμιων συστημάτων.
Τι φταίει ο στόχος, αν αποτυγχάνει ως σκοπευτής; Που απέτυχε ο χριστιανισμός; Ποια κατάκτηση του ανθρώπου δεν στηρίζεται αμέσως ή εμμέσως, στο ευαγγέλιο; Που δεν άντεξαν τα θεμέλια του; Πότε απογοήτευσε και διέψευσε τον πιστό άνθρωπο; «Γεύσασθε και ίδετε ότι Χρηστός ο Κύριος. Ο ζυγός μου Χρηστός εστι και το φορτίον μου ελαφρύ. Δεύτε προς με πάντες κ’αγώ αναπαύσω υμάς». Ποιος μπορεί να τα διαψεύσει αυτά; Ποιος τολμά να τα αρνηθεί;
Αντίθετα προς την ως άνω πραγματικότητα, η ιστορία προσφέρει πάντοτε τη δύναμη και την επαλήθευση των λόγων του Κυρίου: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιέιν ουδέν» και ότι «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός». Αλλά οι άνθρωποι βλέπουμε και καταγράφουμε μόνο τα αποτελέσματα και αγνοούμε τα αίτια ή ερμηνεύουμε τα γεγονότα με υποκειμενικά κριτήρια. Και είναι καταπληκτική η ικανότητα του ανθρώπου να ερμηνεύει και να τοποθετεί τα γεγονότα έξω από το Θεό, να απαλλάσσει τον εαυτό του από κάθε ευθύνη και να παρουσιάζει την πορεία της ιστορίας ως μια τυφλή φυσική αναγκαιότητα.
Ο πνευματικός, όμως, άνθρωπος, ο πιστός και συνειδητός Χριστιανός, έχει πλήρη εμπιστοσύνη στο κύρος και την αυθεντία του Ευαγγελίου και γνωρίζει καλά ότι πύργος χωρίς θεμέλια δεν μπορεί να σταθεί. Σήμερα ο κόσμος είναι οργανωμένος σε διάφορα πολιτικά κόμματα, στρατιωτικά και οικονομικά συστήματα και προσπαθεί με αυτά να εξασφαλίσει την ειρήνη, δικαιοσύνη, την ελευθερία και την επιβίωσή του. Αλλά η ειρήνη αυτή τόσο πολύ κουράζει και εξαντλεί τον άνθρωπο, ώστε κυριολεκτικά συντρίβει τον εσωτερικό του κόσμο. Γιατί η ειρήνη αυτή στηρίζεται πάνω στη βία, τη δουλεία και την αδικία. Και επόμενο είναι, όταν πνεύσουν οι άνεμοι να καταλυθεί και να εξαφανιστεί. Αλλά και αυτή η τυχόν αναβολή ή επιβράδυνση της κατάρρευσης πρέπει να αποδοθεί στην πρόνοια και η μακροθυμία του Θεού, ο οποίος βλέπει και κρίνει τα γεγονότα, όχι με αστυνομική εισαγγελική νοοτροπία, αλλά με το πρίσμα της έσχατης και τελικής εκβάσεώς των, «υπό το πρίσμα της αιωνιότητος».