Του Πάρη Παπακανάκη
Δεν θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι «Νεοβεροιώτες» (κατά αναλογία με το Νεοέλληνες) πρόγονοί μας χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη ευαισθησία προς το φυσικό περιβάλλον, αγαπητοί φίλοι... Η περίοδος μετά την απελευθέρωση δεν είναι ιδιαίτερα τιμητική ως προς αυτό το θέμα, παρά τη βαριά πνευματική κληρονομιά των αρχαίων κατοίκων της περιοχής μας, οι οποίοι είχαν συνδέσει την απαράμιλλη ομορφιά του φυσικού τοπίου με το «θείο», όχι από πνευματική αφέλεια (όπως ίσως πιστεύουμε), αλλά για να το προστατέψουν.
Ο μύθος που άφησαν ως πολιτιστική και περιβαλλοντική παρακαταθήκη αναφέρει ότι είναι ο τόπος που επέλεξε η «Νύμφη Βέροια» (κόρη του Τιτάνα Ωκεανού και της Θέτιδας) για μόνιμη κατοικία της, από τον πρώτο κιόλας περίπατό της επί της γης, καθώς την μάγεψε η φυσική ομορφιά, και καταλήγει: «η ζωή της Νύμφης είναι συνδεδεμένη με το ποτάμι γεννήτορα αυτού του ιδιαίτερου τοπίου και η ίδια θα ζει όσο αυτός συνεχίζει να ρέει για να το συντηρεί…»
“Η Νύμφη Βέροια αναπαυόμενη στo περιβάλλον του Τριπόταμου”, γιγαντοζωγραφική του Θέμη Κωνσταντινόπουλου
Παρόλα αυτά, μετά την απελευθέρωση στον τοπικό τύπο συχνά πυκνά γίνεται καυστική κριτική τόσο προς τις τοπικές δημοτικές αρχές, όσο και προς τους κατοίκους:
«Σωροί ολόκληροι σκουπιδιών, ψωφήμια διαφόρων ειδών εις τας απομεμακρυσμένας συνοικίας της πόλεώς μας, αναμένουν τον νέον Μεσσίαν των, το κάρρο της καθαριότητος, το οποίον χάρις εις τον ρέκτην επόπτη της καθαριότητος και την λοιπήν χωρείαν των οδοκαθαριστών δεν φαίνεται να έχη την διάθεσιν να περάση και τα παραλάβη. Διατί;
Τον λόγον έχει ο κ. Δήμαρχος…
…Αιτία της αξιοθρηνήτου ταύτης καταστάσεως δεν είναι μόνον η Υπηρεσία Καθαριότητος του Δήμου, ήτις παρ’ όλον το ολιγάριθμον του προσωπικού καταβάλλει μεγάλας προσπαθείας δι’ αυτήν, αλλά και ουκ ολίγοι των δημοτών μας, οίτινες ασυναισθήτως φερόμενοι ρίπτουσι επί των δρόμων και κάποτε έξωθεν των οικιών των σκουπίδια και τεθνεώτα μικρά κατοικίδια ζώα.» (Αστήρ Βερροίας: Αρ. Φ. 29 / Κυριακή 23-07-1926).
Μένει όμως κυριολεκτικά άναυδος ο αναγνώστης, όταν διαπιστώνει ότι τελικός αποδέκτης όλων αυτών των σωρών από σκουπίδια και ψοφίμια ανεπίσημα (Ωχ! αδερφέ! Και τι έγινε; Θα τα πάρει το ποτάμι…) αλλά και με τη “βούλα” των αρχών ήταν… οι όχθες του Τριπόταμου:
«Λένε ότι τα σκουπίδια του Νοσοκομείου πετώνται απέναντι του Νεκροταφείου και όχι εις μέρος απρόσιτον πέραν της Μόδιας (σημερινή γέφυρα σφαγείων). Ημείς δεν το πιστεύομεν διότι δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν ότι είναι δυνατόν να συμβαίνει το τοιούτον» (Αστήρ Βερροίας: Αρ. Φ. 30 / Κυριακή 08-08-1926)
Μέχρι και οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας δηλαδή, είχαν συμπαρασυρθεί στη “φιλοσοφία”: «Ωχ! αδερφέ! Θα τα πάρει το ποτάμι…»¨
Τα διάβαζε αυτά ο γνωστός μας (ελπίζω, από προηγούμενες αναφορές) θυμόσοφος Μήτσος Μάλιος (ο τελευταίος δημόσιος κήρυκας της πόλης μας) καθισμένος στο καφενείο του Μπαζάκα, καθώς έπινε το πρωινό καφεδάκι του, κουνούσε με έκφραση απογοήτευσης το κεφάλι του και μονολογούσε: «Αχ! Τρώμε τα σωθ’κά μας* στη Βέργια…»
[*Συνήθισμένη έκφραση των παλαιών Βεροιέων, που σημαίνει: τρώμε τα σπλάχνα μας, ταυτόσημη έννοια με το: “τρώμε τις σάρκες μας”.].
Τα έγραφε και τα ξαναέγραφε ο ευαισθητοποιημένος εκδότης της τοπικής εφημερίδας «ΑΣΤΗΡ» Γιάννης Γούναρης, τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε κουνώντας το κεφάλι του αποδοκιμαστικά ο θυμόσοφος Μήτσος Μάλιος, αλλά η κατάσταση συνέχιζε ίδια και χειρότερη…
Η «Ύβρις» (προσβλητική συμπεριφορά καταστρατηγώντας τους “θεϊκούς” κανόνες) των Νεοβεροιέων, προκάλεσε πρώτα την «Νέμεσιν» (προειδοποιητική έκφραση της οργής του “θείου“), αλλά και πάλι, μόνο ο Γιάννης Γούναρης έγραφε κι ο Μήτσος Μάλιος τα διάβαζε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι του:
«Ουδεμία μέριμνα ελήφθη δια την βελτίωσιν της υγιεινής καταστάσεως της πόλεώς μας την οποία λυμαίνεται η ελονοσία, ο κοιλιακός τύφος και η φυματίωσις» (Αστήρ Βερροίας: Αρ. Φ. 83 / Κυριακή 07-05-1928).
Αναπόφευκτα, η «Τίσις» (η “θεία“ τιμωρία και συντριβή του ασεβούς, υπερόπτη ανθρώπου) δεν άργησε να κάνει την επίσκεψή της στην πόλη μας, αλλάζοντας, επί σειρά ετών και τον έναν πίσω από τον άλλο, τους δημοσιογραφικούς τίτλους:
«Μοίρα σκληρά και ζηλόφθονος έπληξε δεινώς την οικογένειαν του ……… Ο υιός του / η θυγάτηρ του, μετά από λυσσαλέα πάλη με την νόσον …. υπέκυψε εις το μοιραίον!».
Η παρόχθια, πηγαία δημόσια βρύση δίπλα από τη γέφυρα του «Φούρναρη» (πηγή: Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας)
Πλύσιμο ρούχων στις όχθες του Τριπόταμου (πηγή: Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας)
Ο υδρόμυλος Ντουφόπουλου πιο πάνω από τη γέφυρα «Χατζηκάβουρα» (μετέπειτα «Σταυρού»). (πηγή: Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας)
Βεροιωτόπουλα στον Τριπόταμο (πηγή: Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας)
Εορτασμός των Θεοφανίων στην πέτρινη γέφυρα «Σταυρού» (πηγή: Παλιές Φωτογραφίες Βέροιας)
Αμφιβάλω, αν ο απλοϊκός μπάρμπα-Μήτσος γνώριζε επακριβώς την προέλευση της φράσης που χρησιμοποιούσε, αλλά καλό είναι να την έχουμε υπόψη μας οι σύγχρονοι…
Προέρχεται λοιπόν από έναν οικολογικού περιεχομένου και μηνύματος μύθο, τον οποίο έπλασε με διδακτικό σκοπό ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος τον 3ο αι. π.Χ:, αυτόν του «Ασεβούς Θεσσαλού Ερυσίχθονα»:
Στην αρχαία Ελλάδα, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, διά νόμου απαγορευόταν η κοπή περισσότερων από δύο δέντρα ετησίως κατά πολίτη. Μάλιστα, είχαν θεσπιστεί “ιερά δάση”, όπου απαγορευόταν παντελώς η κοπή δέντρων και μέσα στα οποία κυκλοφορούσαν ελεύθερα τα άγρια ζώα. Οι ποινές για τους παραβάτες ήταν αυστηρότατες.
Ο Ερυσίχθων (ερύω + χθων → αυτός που χαρακώνει-πληγώνει τη γη), γιος του Μυρμιδόνα, είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη κατά την εποχή της βασιλείας του, όχι από ηρωικές πράξεις, αλλά για τη σκληρότητα, την υπεροψία και την πλεονεξία του. Διέταξε λοιπόν τους δούλους του να κόψουν τα δέντρα ενός ιερού άλσους αφιερωμένου στη Δήμητρα, ώστε να χτίσει εκεί ένα παλάτι, στο οποίο θα γλεντούσε με τους φίλους του. Ο ίδιος μάλιστα άρχισε να κόβει το γηραιότερο και κατά συνέπεια ιερότερο δέντρο. Με την πρώτη όμως τσεκουριά, παρουσιάσθηκε ενώπιόν τους η θεά Δήμητρα μεταμορφωμένη αρχικά στην ιέρειά της Νικίππη. Προσπάθησε αρχικά να σταματήσει το κόψιμο των δέντρων. Οι δούλοι σκόρπισαν από τον φόβο τους, αλλά ο υπερόπτης Ερυσίχθονας την απείλησε με το τσεκούρι του. Τότε η θεά πέταξε τη μεταμφίεση της ιέρειας, εμφανίσθηκε με όλη τη θεϊκή μεγαλοπρέπειά της και τιμώρησε την ασέβεια και κυρίως την πλεονεξία του Ερυσίχθονα με ακράτητη πείνα.
Από τη στιγμή εκείνη ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει ασταμάτητα ό,τι έβρισκε μπροστά του. Έφαγε καθετί φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του, έφαγε όλα τα ζώα του, ξεπούλησε όλη την περιουσία του, άρχισε να ζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Μην μπορώντας να ικανοποιήσει την πείνα του, πούλησε ακόμη και την κόρη του Μήστρα για να αγοράσει τρόφιμα.
Στο τέλος, ο Ερυσίχθονας, μη έχοντας τίποτε άλλο να φάει, άρχισε να τρώει το ίδιο του το κρέας, μέχρι που πέθανε…
Αμφορέας διακοσμημένος με αναπαράσταση της ασέβειας του Ερυσίχθονα. (πηγή: Εθνικό Μουσείο Ματέρα, Ιταλία)
Δεν θα προχωρήσω σε αναλύσεις, αναγωγές στο σήμερα κλπ, αγαπητοί φίλοι, θεωρώντας ότι είναι υποχρέωση και καθήκον του κάθε ατόμου που θέλει να λογίζεται πολίτης της Βέροιας.
Θα σας αποχαιρετήσω λοιπόν, μόνο με την προτροπή να παρατηρήσετε και να αναλογιστείτε: τι είναι ο Τριπόταμος για την πόλη μας και εμάς, τους σύγχρονους κατοίκους της…
Σύγχρονη αεροφωτογραφία της Βέροιας.
ΥΓ. Ευχαριστώ τον φίλο Θανάση Μπασδέκη για την επεξεργασία των φωτογραφιών!