Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν θεσπίσει από το 1990 να τιμάται την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους η Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων, ωστόσο σύμφωνα με δηλώσεις του Διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) «στην Ελλάδα, η διεθνής αυτή ημέρα σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, περνάει συνήθως σχεδόν απαρατήρητη παρόλο που η γήρανση προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επί 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951)».
Ο Βύρων Κοτζαμάνης, επεσήμανε ότι η χώρα μας, έχοντας το 23% του πληθυσμού της 65 ετών και άνω εντάσσεται σήμερα στις πλέον γερασμένες χώρες της Ε.Ε ενώ θα παραμείνει στην ομάδα αυτή και τις τρεις επόμενες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζεται και από έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις καθώς το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 12,6% (ελάχιστο, Π.Ε Μυκόνου) έως 33,9 % (μέγιστο, Π.Ε Ευρυτανίας). Οδεύουμε, επομένως, σύμφωνα με τον ίδιο, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 Νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι «υπέργηροι». Λαμβάνοντάς υπόψη δε ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση της γαμηλιότητας και αύξηση τόσο των διαζυγίων όσο και του ποσοστού αυτών που δεν θα αποκτήσουν παιδιά θα έχουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ατόμων που θα βρεθεί μετά τα 65 του με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον. Το κράτος προνοίας -και όχι η οικογένεια- θα κληθεί επομένως να καλύψει όλο και περισσότερο τις ανάγκες των ατόμων αυτών με δεδομένο ότι τα κόστη θα είναι αδύνατον να καλυφθούν από τους ιδίους.