Απεβίωσε η Δασκάλα Ελισάβετ Καπανίδου (το γένος Ταχματζίδη) σε ηλικία 94 ετών. Η κυρία Λίζα γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου το 1931. Γονείς της ήταν ο Δημήτρης Ταχματζίδης και η Αικατερίνη Μωϋσίδου. Οι γονείς της γεννήθηκαν στο Ταχταγραν της Τυφλίδας και ήρθαν στην Ελλάδα το 1922.
Ύστερα από περιπέτειες
και κακουχίες στο Καραμπουρνάκι Θες/νίκης εγκαταστάθηκαν στο χωριό «Τουρκοχώρι»,
όπως το έλεγαν τότε, «Πατρίδα», όπως το λένε τώρα.
Η κυρία Λίζα Καπανίδου
υπηρέτησε την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στο Νομό Ημαθίας για 32 χρόνια και συνταξιοδοτήθηκε
τον Οκτώβριο του 1984. Εργάστηκε ως Δασκάλα στα Δημοτικά Σχολεία Φυτιάς, Πατρίδος,
στο 5ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας, στο 7ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας, (όπου είχα την
χαρά και την τιμή να την έχω και δασκάλα μαζί με τον αείμνηστο Παύλο Γραμματικόπουλο
και πολλούς άλλους) και στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας ενώ ταυτόχρονα υπηρέτησε και για ένα χρόνο ως Προϊσταμένη Δημοτικής
Εκπαίδευσης ν. Ημαθίας.
Δεν μπορώ να βρω
τα λόγια για να εκφράσω την οδύνη μου απέναντι στην απώλεια της κυρίας Λίζας, της
θείας Λίζας, της γυναίκας που ήταν η Δασκάλα μου, η Θεία μου, η δεύτερη μητέρα μου.
Η θεία μου η Λίζα
ήταν δασκάλα, πάντα χαμογελαστή και καλοσυνάτη, ποτέ δεν την άκουσα να λέει έναν
κακό λόγο για κανέναν. Μου έμαθε να κρατάω το μολύβι, να γράφω, να διαβάζω και να
σκέφτομαι.
Μαζί με τον άντρα
της τον Θείο Κώστα Καπανίδη, τον δικηγόρο, διαβάζαμε κάθε Κυριακή εφημερίδες∙ όλες
τις εφημερίδες∙ και αυτές που είχαν την αντίθετη άποψη και συζητούσαμε, ειδικά τα
χρονογραφήματα του Φρέντυ Γερμανού στη δεύτερη σελίδα της Ελευθεροτυπίας.
Μου έμαθε να αγαπάω
τη γνώση και τη σκέψη και μου χάρισε πολλά βιβλία. Μου αγόρασε την πρώτη μου υδρόγειο
σφαίρα και μου μάθαινε τις χώρες, μου έδειξε πόσο όμορφος είναι ο κόσμος στρογγυλός
χωρίς γωνίες, σχεδόν τέλειος.
Μου αγόρασε την πρώτη
μου γραφομηχανή και εκεί έμαθα να γράφω τις σκέψεις μου.
Μια τέτοια σκέψη
θέλω να μοιραστώ μαζί σας.
Γιατί όταν πεθαίνει
κάποιος λέμε «καλό παράδεισο»; Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει και «κακός» παράδεισος;
Η λέξη «παράδεισος»
είναι περσική και στα ελληνικά σημαίνει «κήπος». Οι Πέρσες βασιλιάδες συνήθιζαν
να συγκεντρώνουν, να καλλιεργούν και να φροντίζουν όλα τα λουλούδια, τα δέντρα και
τους καρπούς τους σε ένα μέρος που το λέγανε «παράδεισο», δηλαδή κήπο. Φανταστείτε
πως θα φαινόταν αυτός ο κήπος στα μάτια ενός φτωχού και πεινασμένου ανθρώπου. Να
μην έχεις τίποτε και ξαφνικά να μπαίνεις μέσα σε έναν χώρο που είναι καταπράσινος
και έχει μέσα όλα τα δέντρα και όλους τους καρπούς. Που τον διασχίζουν γάργαρα και
δροσερά νερά. Σίγουρα σε ένα τέτοιο μέρος κανείς δεν μπορεί ούτε να πεινάσει ούτε
να διψάσει. Δεν έχεις καμία ανάγκη γιατί όλες μπορούν να ικανοποιηθούν σε ένα τέτοιο
μέρος. Ένα μέρος σαν και αυτό θα ήθελα να πάω κι εγώ όταν πεθάνω, σε έναν παράδεισο.
Αυτήν την ιδέα του
κήπου ως παράδεισου πήραν και οι θρησκείες και καλλιέργησαν στον κόσμο. Ο φιλόσοφος
Επίκουρος είχε φτιάξει στην Αθήνα έναν παρόμοιο κήπο, «ο Κήπος του Επίκουρου», ένα
μέρος στο οποίο αν πήγαινες δεν πεινούσες, ούτε διψούσες, όλοι οι άνθρωποι ήταν
ελεύθεροι, ίσοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, δούλοι. Αληθινός παράδεισος.
Υπάρχουν άνθρωποι
που όταν πεθάνουν ελπίζουν να πάνε στον παράδεισο. Υπάρχουν και άνθρωποι που ξέρουν
να κάνουν τη ζωή μας και τον κόσμο αυτόν εδώ αληθινή κόλαση. Όμως, όπως ο Επίκουρος
έφτιαξε τον δικό του παράδεισο, έτσι υπάρχουν και άνθρωποι που φτιάχνουν αυτόν τον
κόσμο ως παράδεισο.
Δεν θα πω στη θεία
μου τη Λίζα «καλό παράδεισο», δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν έχει νόημα. Θα την
ευχαριστήσω όμως που έκανε αυτόν τον κόσμο παράδεισο, αυτόν τον κόσμο πολύ καλύτερο.
Γιατί όπου ήταν η
Θεία η Λίζα εκεί ήταν ο παράδεισος.
Μαζί με τον άντρα
της τον Θείο Κώστα ήταν ένα δυνατό και αγαπημένο ζευγάρι. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα
καλά αλλά με την αγάπη που είχαν άντεξαν τα πάντα και δεν λύγισαν ποτέ. Η ζωή τους
δεν σταματάει εδώ αλλά συνεχίζεται μέσα από τα παιδιά τους, τα ξαδέρφια μας, τον
Γιάννη, το Νίκο, τον Δημήτρη και τα εγγόνια τους, που όχι μόνο είναι εξαίρετοι επιστήμονες
αλλά και εξαιρετικοί άνθρωποι.
Η αγάπη που έδωσε η Λίζα στα παιδιά της, τον Γιάννη, το Νίκο και τον Δημήτρη
δεν ήταν μόνο η αγάπη της μάνας στα παιδιά της αλλά ήταν και ισάξια με την αγάπη
που δίνει η Δασκάλα στους μαθητές και στις μαθήτριές της. Αυτό δείχνει ότι ήταν
μία εξαίρετη Μάνα και μία εξαίρετη Δασκάλα που δεν θα πεθάνει ποτέ γιατί το παράδειγμά
της, η αγάπη της, το σθένος της η στωικότητά της ζει για πάντα μέσα σε όλα τα παιδιά
του νομού Ημαθίας.
Πάντα πίστευα ότι
οι Δάσκαλοι πεθαίνουν το καλοκαίρι, επειδή είναι τόσο αφοσιωμένοι στη διδασκαλία
και στα παιδιά τους που δεν μπορούν να τα αφήσουν στα μέσα της χρονιάς. Η θεία Λίζα σαν γνήσια και αφοσιωμένη Δασκάλα
πέθανε χθες 31 Αυγούστου, την τελευταία ημέρα του καλοκαιριού, λίγες μέρες πριν
τα γενέθλιά της κλείνοντας ένα μεγάλο κύκλο προσφοράς και αγάπης.
Πήρε μαζί της το καλοκαίρι, αλλά μας αφήνει μέσα από τη ζωή της ένα παράδειγμα,
ένα μοντέλο ζωής για να φτιάξουμε νέα καλοκαίρια στη ζωή μας.
Εμείς τα παιδιά Σας,
Σας ευχαριστούμε κυρία Λίζα, θεία Λίζα.
Είμαστε τυχεροί και
ευγνώμονες που σας γνωρίσαμε.
Αιωνία Σας η Μνήμη.
Δημήτρης Ταχματζίδης
Ένα ποίημα…
Στη μνήμη σου, Λίζα, μια προσευχή,
Δασκάλα γλυκιά με
καρδιά χρυσή,
Πάντα γελούσες με
καλοσύνη,
Κι από το στόμα σου
δεν άκουσα ποτέ κακό λόγο ή φωνή.
Μου έμαθες να γράφω,
να κρατώ μολύβι,
Κάθε λέξη που έγραφα,
ήταν δικό σου χάδι,
Στις Κυριακές με
τον Κώστα διαβάζαμε μαζί,
Εφημερίδες όλων των
απόψεων, κάθε γνώση πολύτιμο λιθάδι.
Μαζί σου γνώρισα
κόσμους, μακρινούς και φιλικούς,
Ο κόσμος όμορφος,
στρογγυλός σαν στεφάνι,
Χωρίς γωνίες, σχεδόν
τέλειος, γεμάτος ουρανούς.
Σε λάτρεψαν όλοι,
σαν μάνα σε είχα,
Τα ανίψια κι οι μαθητές
σου, παιδιά δικά σου,
Τώρα που φεύγεις,
θα μου λείψεις πολύ,
Μα η μνήμη σου ζει, στης καρδιάς μου το βάθος, φωτιά σου.