“Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα για να γεννηθεί
μέσα από τη χλόη που αγαπώ,
Αν με επιθυμήσεις,ψάξε με κάτω από
τις σόλες των παπουτσιών σου....”
ΓΟΥΟΛΤ ΓΟΥΙΤΜΑΝ “Φύλλα χλόης”
Γράφει ο Κώστας Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
Κάποιες φορές, όχι πολύ συχνά πλέον, όταν επισκέπτομαι -μέσα σε όνειρο- το σπίτι των γονιών μου, επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή:
Ανοίγω την πόρτα, πλησιάζω αθόρυβα προς την κουζίνα, εκείνος βρίσκεται εκεί όρθιος, με πλάτη προς την πόρτα, κάτι ετοιμάζει, τσάι ή καφέ, παρατηρώ-κρατώντας την ανάσα μου- τους φαρδείς ώμους, τα αραιά άσπρα μαλλιά του, όπως τα χαιδεύει ένα απαλό φως που πέφτει επάνω τους, αισθάνομαι ότι έχει αντιληφθεί την παρουσία μου, αλλά δεν το δείχνει, του αρέσει αυτή η σκηνοθεσία, να παρατείνει την αναμονή της στιγμής, εγώ θα κάνω επίτηδες κάποιο θόρυβο, αυτός θα γυρίσει, δήθεν ξαφνιασμένος, και θα με σφίξει με λαχτάρα στην αγκαλιά του. Θα μείνουμε έτσι πολλή ώρα, χωρίς να λέμε τίποτε. Ο καθένας από τη μεριά του θα σκέφτεται ότι είναι ντροπή να είναι αυτός που θα χαλαρώσει πρώτος την αγκαλιά του, κι έτσι η στιγμή παγώνει στο χρόνο.
Ολο αυτό το τελετουργικό, επαναλαμβανόμενο, μοιάζει να έχει κάτι επιτηδευμένο, αλλά τώρα που έχει “φύγει”, του προσδίδει μια σπαρακτική ομορφιά.
Στην τελευταία συνάντησή μας-που δεν γνωρίζαμε ότι είναι η τελευταία- επιθύμησε λίγα σταφύλια. Οταν του τα έπλυνα, έφαγε μόνο δύο-τρία, κι αυτά ανόρεχτα. Τώρα πλέον, πιστεύω ότι δεν είχε επιθυμήσει κάτι συγκεκριμένο, αλλά, προσπαθούσε απεγνωσμένα-δίχως να το δείχνει- να πιαστεί από την ψευδαίσθηση μιας οποιασδήποτε επιθυμίας, καθώς καταλάβαινε ότι το τέλος είναι πολύ κοντά.
Ακόμα και τώρα, που έχουν περάσει χρόνια, μερικές φορές ξεχνιέμαι και πληκτρολογώ το νούμερο του κινητού του, και καθώς μια άγνωστη ηχογραφημένη φωνή μου υπενθυμίζει ότι δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή, προς στιγμή ξαφνιάζομαι.
Μαζί με το διαβατήριό του από την Πολωνία, το κινητό του είναι ό,τι δικό του έχει απομείνει, γι αυτό το έχω πάντα μαζί μου, και αισθάνομαι ότι περπατάει και εκείνος χαρούμενος δίπλα μου.
ΥΓ1 Στον Μιχάλη Παπανικολάου, που είχε ήδη χάσει τον πατέρα του όταν γνωριστήκαμε το 1983 συμφοιτητές στην Κομοτηνή(σαν όνειρο),και στην Φωτεινή Τσαλίκογλου για την γλυκύτητα και την καλοσύνη με την οποία ακουμπάει τις πληγές της απώλειας.
ΥΓ2 Στον αδελφό του πατέρα μου, Νικόλαο Μίζα, που πιθανόν αυτή τη στιγμή σκέφτεται τα όμορφα δειλινά στην Καλλικράτεια, και ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του.