Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στη Νικομήδεια
Σάββας Καλεντερίδης, Δυτικός Πόντος, Βιθυνία, Παφλαγονία, Αθήνα 2005,σ.86
(από την διπλωματική εργασία της Α. Ευδωρίδου «Ο Ελληνισμός στη Νικομήδεια και την περιφέρειά της» 2010,
Επιμέλεια: Απόστολος Ιωσηφίδης
«Τὸ ὁμιχλῶδες καὶ καπνῶδες Ἰσμίτ, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑετόρρυτον, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑδατόλουστον. Τὸ ὁμβροτόκον Ἰσμίτ, … τὰς ἡμέρας αὐτὰς τοῦ θέρους, τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, παρέστησεν ἐνωπιόν μου ἕνα θέαμα θαλερωτάτης ἀνοίξεως, πανόραμα χειμῶνος χλοάζοντος ὡς ἐν Ἀπριλίῳ μηνί.» [*]
Εικόνες από την πανήγυρη, στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, αναπαριστά, σχεδόν μιαν ανάσα χρόνια μετά τον ξεριζωμό, η πένα ενός νοσταλγού «τῆς πατρίδας του, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς χώρας τοῦ ἄνθους καὶ τῆς θρησκείας, τῶν ἀρωμάτων καὶ τῆς ὑμνωδίας»[*].
Τόπος χλοερός η πατρίδα του ιαματικού αγίου Παντελεήμονος, «ἡ Νικομήδεια, ἡ ἀρχαία τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἀνατολική πρωτεύουσα, ὅπου ἀνετράφη ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ὅπου ὁ θηριώδης Διοκλητιανὸς … ἐβασάνιζε τοὺς ἁγίους μάρτυρας»[*], με την «ἐληὰ ὅπου δέθηκε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος» να προσμένει (και τότε και τώρα και πάντα…) τους προσκυνητές να αναπαυθούν στη σκιά της…
«Ἱστορικαὶ Πανηγύρεις
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὴ Νικομήδεια
Νικομήδεια, ἕνα ἀπὸ τὰ στολίδια τῆς σημερινῆς Τουρκίας, ἡ νύμφη τοῦ Ἀστακηνοῦ τοῦ ἡμερωτέρου καὶ ἀσφαλεστέρου κόλπου τοῦ κόσμου, ὅπως γράφουν οἱ γεωγράφοι, σεμνύνεται διότι εἰς τοὺς κόλπους της ἐμαρτύρησεν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων. Ἕνας ὁλόϊσιος δρόμος σὲ λίγα λεπτὰ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου. Ὁ βαθύσκιος περίβολός του φιλοξενοῦσε τοὺς προσκυνητάς. Ἡ θέα πρὸς τὴν θάλασσαν θαυμασία, τὸ περιβάλλον γεννοῦσε μέσα στὴν ψυχὴν τοῦ προσκυνητοῦ μιὰ ἐξαιρετικὴ κατάνυξι, ὑπερτάτη χαρὰ καὶ συγκίνησι. Ἀπὸ τὴν παραμονὴ ἀκόμη τὰ τραῖνα ἄδειαζαν ἀναριθμήτους προσκυνητάς.
Μετὰ τὸν πανηγυρικώτατον ἑσπερινὸν προεξάρχοντος τοῦ Μητροπολίτου Νικομηδείας ἐπακολουθοῦσε παννύχιος ἀγρυπνία. Ἡ μελωδικὴ παράκλησις κάτω ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα τρεμοσβήνοντα κεριὰ ἦταν κάτι τὸ μυστικοπαθὲς ποὺ ὁ εὐλαβὴς προσκυνητὴς μεταρσιώνονταν καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὰ ἄνω. Γυναῖκες μὲ λαχτάρα συνάμα καὶ ἱερὸ ζῆλο ἔλουζαν τὰ παιδιά τους μὲ τὸν θαυματουργὸν ἁγιασμόν του ποὺ τόσο ἄφθονα ἔβγαινε ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μὲ τὰ ζείδωρα νάματά του ἔδινε χάριν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τοὺς λουομένους.
Ἂς μεταφερθοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ νοερῶς στὰ εὐτυχισμένα ἐκεῖνα χρόνια.
Ξημερώνει, ὁ καλοκαιριάτικος ἥλιος χρυσώνει τὶς κορυφὲς τῶν γύρω βουνῶν καὶ τὴν ἀμφιθεατρικὴ Νικομήδεια ἡ ὁποία γιορτάζει. Ἡ νυκτερινὴ ἀγρυπνία καὶ ἡ κούρασις τῶν προσκυνητῶν νομίζει κανεὶς ὅτι τοὺς δυνάμωσε περισσότερο. Ἀρχίζει ὁ ὄρθρος, ἐπακολουθεῖ ἡ Λειτουργία. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ πρωϊνὸ τραῖνο ἄδειασε καὶ ἄλλους προσκυνητὰς ποὺ ἀραδιαστὰ σπεύδουν νὰ ἀρυσθοῦν τὴν χάριν τοῦ ἰαματικοῦ Ἁγίου.
Μετὰ τὴν λειτουργίαν ἀρχίζει τὸ στρωσίδι. Ἡ ἐκκλησία ἐν τούτοις δὲν μένει κενή. Προσκυνηταὶ μπαινοβγαίνουν διαρκῶς, λαμπάδες διαφόρων μεγεθῶν στολίζουν τὸ μανουάλι τοῦ Ἁγίου. Ἔξω μιὰ ποικιλία ἁρμονική, ἀδελφότης καὶ ἰσότης. Ὁ ἀριστοκράτης τοῦ Πέραν δίπλα στὸν Τουρκόφωνο Ἕλληνα χωρικὸ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, γευματίζουν ἀδελφικά. Πολὺ λίγοι εἶνε ποὺ φεύγουν αὐθημερόν. Τὸ ἀκατάλληλο μεσημβρινὸ τραῖνο καὶ ἀπὸ τὰς δύο διευθύνσεις δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσπάσῃ παρὰ λίγους προσκυνητάς. Ὅλοι λαχταροῦν νὰ περάσουν ἀκόμη μιὰ βραδυὰ στὸν ἱερὸ συνάμα καὶ ἀπεριγράπτου καλλονῆς τόπο, νὰ κοιμηθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν ἐληὰ ὅπου δέθηκε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος. Ἡ ἐληὰ αὐτὴ σώζονταν μέχρι τοῦ ἐκπατρισμοῦ μας. Ἡ συμμετοχὴ εἰς τὴν πανήγυριν αὐτὴν ἦταν κάτι τὸ συγκινητικόν, μία ἀπὸ τὶς καλύτερες ἀναμνήσεις τοῦ βίου. Καὶ ἔφευγεν ὁ προσκυνητὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου μὲ τὴν ἱκανοποίησιν καὶ ὑπερτάτη χαρά.
Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ ἡ ὁποία ἀπὸ ἀνέκαθεν δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ θρησκεύεται σπεύδει μὲ ἱερὸ ζῆλο σὲ τέτοιους ἱεροὺς τόπους.
Τέτοιες μέρες πράγματι γεννοῦν μέσα μας μιὰ πικρὴ νοσταλγία καὶ ὁ νοῦς μας φτερουγίζει γιὰ μιὰ στιγμὴ πρὸς τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα χώματα ὅπου ἤκμασε κάποτε ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ὅπου ἀναπαύονται τὰ ὀστᾶ τῶν προγόνων μας. Ἀθάνατες καὶ ἀλησμόνητες μέρες.
Στ. Ἰ. Τριανταφυλλίδης»
«Τὸ Φῶς», 27-07-1947.
[*] Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, σειρὰ α΄, Εἰς τὴν Νικομήδειαν, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1922, σελ. 125-126.