Tο πόρισμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών ανακοίνωσε προχθές η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, με την ολοκλήρωση της έρευνας για τις καταγγελίες περί τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Σύμφωνα με την ανακοίνωση: Από την έρευνα της Δικαιοσύνης δεν προέκυψε σύνδεση της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας με το κακόβουλο λογισμικό Predator και τις καταγγελλόμενες παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών, κρατικών λειτουργών, δημοσιογράφων. Η υπόθεση ως προς την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, έτερες κρατικές υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα που διετέλεσαν σε νευραλγικές θέσεις αρχειοθετείται από τον αντεισαγγελέα, Αχιλλέα Ζήση, που υπέβαλε πόρισμα 300 σελίδων, όσο και από την ίδια την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία συμφώνησε με το πόρισμα. Παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του επιεικέστερου νόμου που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2019, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με το κακόβουλο λογισμικό.
Με αφορμή το πόρισμα η πολιτική αντιπαράθεση πήρε φωτιά με την οργή των κομάτων να ανεβάζει στα ύψη το θερμόμετρο. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, μέσω πηγών, δηλώνει, ουσιαστικά, δικαιωμένη από τη στάση που τήρησε όλο αυτό το διάστημα γύρω από την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανου Κασσελάκη και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο μίας κοινής πρωτοβουλίας της αντιπολίτευσης, στον απόηχο του πορίσματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ζητήσει πρόσβαση σε ολόκληρο το υλικό της προκαταρκτικής εξέτασης, είτε μέσω της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, είτε με εμπιστευτικότητα σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.
Η αντιπαράθεση λοιπόν μαίνεται εν μέσω σφοδρών ανακοινώσεων ή δημόσιων τοποθετήσεων και η υπόθεση παραμένει δημοσίως «ανοιχτή» και σε εξέλιξη.