Γράφει ο Αναστάσιος Βασιάδης
Η πρόσφατη μετεκλογική επικαιρότητα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, είχε ως αποτέλεσμα να περάσει σχετικά υποτονικά η «Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών και της Παράνομης Διακίνησης τους», που καθιερώθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, να τιμάται τις 26 Ιουνίου.
Οι επίκαιρες κυβερνητικές ανακοινώσεις, που προβάλλουν πλην άλλων την αναβάθμιση της Δημόσιας Υγείας, με πλέον πρόσφατη την αναγγελία του νέου νομοθετικού πλαισίου για την Ψυχική Υγεία, εξυπακούεται ότι πρέπει να συμπεριλάβουν και το ζήτημα της ανεξέλεγκτης χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, που έχει εξελιχθεί σε κοινωνική μάστιγα.
Οι τελευταίες ανακοινώσεις του αστυνομικού δελτίου που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αναφέρονται σε συλλήψεις νέων κατά κανόνα ατόμων, που φέρονται ως κάτοχοι και διακινητές ναρκωτικών ουσιών, καθώς και σε κατασχέσεις ποσοτήτων από τις διωκτικές αρχές, που δείχνουν ότι το όλο φαινόμενο εξακολουθεί να βρίσκεται σε έξαρση και αποτελεί μια διαρκή κοινωνική απειλή.
Πολλές οικογένειες του κοινωνικού περιβάλλοντος ζουν σιωπηλά το δικό τους δράμα έχοντας στους κόλπους τους χρήστη – ασθενή και αναγκάζονται να αναζητούν κάποια θεραπευτική κοινότητα, ένα κέντρο απεξάρτησης, που θα μπορούσε ίσως τους βοηθήσει.
Οι οικογένειες αυτές βιώνουν καθημερινά μια εξοντωτική πορεία που δύσκολα μπορεί να κατανοήσει όποιος δεν έχει προσωπικές εμπειρίες από τις συγκλονιστικές πτυχές του προβλήματος.
Αυτό ωστόσο που πρέπει να γίνει γενικότερα κατανοητό είναι ότι, η μάστιγα των ναρκωτικών αποτελεί πλέον πρόβλημα ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο των πληττόμενων οικογενειών.
Ο εν δυνάμει κίνδυνος κρούει τις πόρτες όλων και ο καθένας κάποια στιγμή μπορεί να βρεθεί στην ίδια απελπιστική θέση.
Η πρόληψη του προβλήματος αποτελεί προφανώς την πιο ασφαλή διέξοδο για τον περιορισμό του.
Ως ένα βαθμό στον τομέα αυτό επιτελείται αξιόλογο έργο.
Χρειάζεται όμως να γίνουν πολύ περισσότερα σε επίπεδο ενημέρωσης και πρόληψης, ξεκινώντας από την πολιτεία, την αυτοδιοίκηση, τους φορείς, τα σχολεία, την οικογένεια και συνολικά την κοινωνία.
Με την συστηματική και αποτελεσματική πρόληψη σίγουρα θα υποστραφεί η καταγραφόμενη αύξηση του αριθμού των χρηστών.
Εύλογα όμως αναδεικνύεται το ερώτημα τι θα γίνει με όσους έχουν ήδη μπει στον αδιέξοδο δρόμο των ναρκωτικών και δεν είναι λίγοι.
Οι χρήστες είναι πρώτα από όλα ασθενείς και έχουν ανάγκη θεραπείας.
Αυτή η αναγκαιότητα έχει αναδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν και προβάλλει κάθε μέρα και επιτακτικότερα.
Οι αρχές, οι επιστημονικοί και κοινωνικοί φορείς και οι παράγοντες του τόπου οφείλουν να συντονίσουν ουσιαστικά τις δράσεις τους και να κινητοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Αποτελεί γενικότερη διαπίστωση το γεγονός ότι, στην εποχή των κρίσεων που βιώνουν οι κοινωνίες, το Σύστημα Υγείας που συμπιέζεται δραματικά από την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση, εξακολουθεί να παρέχει υπηρεσίες στους πολίτες, χάρις στην μέχρι αυτοθυσίας προσφορά των λειτουργών του.
Στην περίπτωση όμως των χρηστών ναρκωτικών υπάρχει εμφανές κενό που επιβάλλεται να καλυφθεί, για να υπάρξει εμφανές αποτέλεσμα, παράλληλα με την πρόληψη.
Ευθύνη κάθε αρμοδίου είναι η δυναμική ενεργοποίησή του, με σκοπό την προώθηση του αναγκαίου νομοθετικού και οργανωτικού έργου, ώστε να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα και να εξαλειφθεί αυτό το απειλητικό κοινωνικό φαινόμενο.
Η εξάλειψη της κοινωνικής μάστιγας των ναρκωτικών αποτελεί κυρίαρχη κοινωνική απαίτηση, για την οποία επιβάλλεται να υπάρξει συνολική αναθεώρηση του νομοθετικού, θεσμικού και εν γένει πολιτικού πλαισίου, ώστε να υπάρξει το γενικότερο επιθυμητό αποτέλεσμα.