Του Χρήστου Βασιλείου*
Το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.) έχει κλείσει πάνω από δύο έτη λειτουργίας, έχοντας έτσι παγιωθεί στη συνείδηση των ασφαλισμένων, ως ο νέος και πολλά υποσχόμενος φορέας επικουρικής ασφάλισης. Ένας φορέας, όπου οι νέοι ασφαλισμένοι θα κληθούν να επενδύσουν τις εισφορές τους στο χρηματιστήριο, απολαμβάνοντας υψηλότερες συντάξεις, αλλά και συμβάλλοντας παράλληλα, στη βελτίωση της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, μέσω της έλευσης νέων επενδύσεων. Αυτά είναι τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στο πλαίσιο μιας εντυπωσιακής καμπάνιας για την προώθηση της πρόσφατης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Ήδη μέχρι σήμερα, περίπου 370.000 ασφαλισμένοι έχουν ενταχθεί στον νέο Φορέα, ενώ στο Ταμείο έχουν εισρεύσει πάνω από 140 εκατομμύρια ευρώ.
Η διεθνής εμπειρία. Η μέθοδος της κεφαλαιοποίησης στη χρηματοδότηση των συντάξεων είναι μία συνταγή, που έχει εφαρμοσθεί εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το νέο σύστημα στις επικουρικές συντάξεις, που ισχύει στη χώρα μας, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τα ταμεία επαγγελματικού χαρακτήρα, που λειτουργούν με μεγάλη επιτυχία στις αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Γι’ αυτό και οι ατυχείς συγκρίσεις του Υπουργείου Εργασίας με τα συστήματα της Ολλανδίας ή της Δανίας, θα πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη φειδώ και να λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της χώρας μας.
Μάλιστα, μεγέθη όπως η ανταγωνιστικότητα, το επίπεδο επενδύσεων και η παραγωγικότητα της εργασίας καθιστούν την Ελλάδα, περισσότερο συγκρίσιμη με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Με χώρες δηλαδή, όπου αντίστοιχα κεφαλαιοποιητικά μοντέλα απέτυχαν, κάτω από την πίεση του δυσβάσταχτου κόστους μετάβασης μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, του ιδιαίτερα υψηλού διαχειριστικού κόστους, που συνεπάγονταν οι επενδύσεις των εισφορών στο χρηματιστήριο, αλλά και της μεγάλης μείωσης του μέσου επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μας, κατά τον δείκτη σύγκλισης της Ελλάδας με τον μέσο όρο των κρατών-μελών της Ε.Ε., βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, πιο κάτω ακόμη και από χώρες, όπως η Σλοβακία, η Τσεχία ή η Λιθουανία.
Αμφίβολη η προσδοκώμενη ανάπτυξη. Ως γνωστόν, σε ένα ασφαλιστικό σύστημα, οι εισφορές των σημερινών εργαζομένων διοχετεύονται προς πληρωμή των σημερινών συνταξιούχων. Με τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος, αυτή η αρχή παύει να ισχύει, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μαύρης τρύπας στα ασφαλιστικά ταμεία (στην Ελλάδα, μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 78 δις ευρώ), η οποία προφανώς, πρέπει κάπως να καλυφθεί. Βασικό επιχείρημα της Κυβέρνησης είναι ότι αυτό το κενό θα αντισταθμιστεί από την ανάπτυξη, αφού το σύνολο των συσσωρευμένων εισφορών θα χρηματοδοτήσει, μέσω της αξιοποίησης των αποθεματικών, νέες εγχώριες επενδύσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δηλώσεις του Υφυπουργού Εργασίας, Π. Τσακλόγλου, λόγω των επενδύσεων του Τ.Ε.Κ.Α. στην ελληνική οικονομία, το Α.Ε.Π. -σε βάθος 50ετίας- θα είναι κατά περίπου 7% υψηλότερο απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς τις επενδύσεις αυτές. Πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά (Orszag και Stiglitz, Ten Myths about Social Security Systems, 2001), oι εν λόγω εκτιμήσεις είναι υπερβολικά αισιόδοξες, αν όχι χιμαιρικές, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι από το 1981 μέχρι σήμερα, ο πραγματικός μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. στη χώρα μας κυμαίνεται μόλις στο 0,9% (Τ. Γιαννίτσης, Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία, 2020), σχεδόν υποδιπλάσιος δηλαδή του μέσου όρου της Ε.Ε. Άλλωστε, οι κυβερνητικές εκτιμήσεις διαψεύδονται ακόμη και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού κατά το διάστημα 2019-2070, προβλέπεται ότι η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 1,2% (The 2021 Ageing Report).
Συνταξιούχος - επενδυτής. Στη συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι νωπές ακόμη οι μνήμες της φούσκας του Χρηματιστηρίου στις αρχές του 2000. Ήταν εκείνη η εποχή, όταν υψηλοί κρατικοί αξιωματούχοι παρότρυναν τους πολίτες να επενδύσουν στο ελληνικό χρηματιστήριο, διατεινόμενοι για την ευρωστία και την αξιοπιστία του. Με το νέο σύστημα στις επικουρικές συντάξεις, η Κυβέρνηση δεν παροτρύνει, αλλά στην πραγματικότητα, επιβάλλει στον ασφαλισμένο να «τζογάρει» με την ελπίδα ότι θα λάβει μεγαλύτερη σύνταξη. Ακόμη πιο νωπές είναι οι μνήμες της χρησιμοποίησης των αποθεματικών των Ταμείων προς εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών (επενδυτικών-αναπτυξιακών) την περίοδο της Κρίσης, γεγονός που οδήγησε σε απώλειες συνολικού ύψους 26-30 δις ευρώ. Η συνεχής σώρευση πολλών εκατομμυρίων στο νέο Ταμείο άλλωστε, δημιουργεί εύκολους και επικίνδυνους παραλληλισμούς.
Πολλαπλοί κίνδυνοι. Η Ελλάδα έχει περάσει ξανά τη φάση του Χρηματιστηρίου και της αχαλίνωτης ανάπτυξης. Και το πλήρωσε ακριβά. Σήμερα διάγει μια περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και μιας μάλλον συγκυριακής και ιδιαίτερα εύθραυστης πολιτικής σταθερότητας. Πολλοί είναι αυτοί που απολαμβάνουν -με μία δόση αλαζονείας και ελαφρότητας- την ευημερία της σταθερότητας αυτής, ενώ και αρκετές πολιτικές αποφάσεις φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη πολλά από τα λάθη του παρελθόντος. Ας ελπίσουμε ότι η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Γιατί ως γνωστόν, η τελευταία, μια φορά γράφεται ως τραγωδία, αλλά όταν επαναλαμβάνεται καταντάει κωμωδία.
*Ο Χρήστος Βασιλείου είναι Δικηγόρος
- Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Α.Π.Θ.