Τη Δευτέρα 10 Ιουνίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας, όπου από το εσπέρας της Κυριακής τίθεται σε προσκύνηση η ηγιασμένη χείρα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
Η άφθαρτη χείρα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής μεταφέρθηκε από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους για να συνεορτάσει με τον Θαυματουργό Άγιο Λουκά και θα παραμείνει στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά μέχρι το μεσημέρι της Τετάρτης, 12ης Ιουνίου και καθημερινά θα τελούνται Ιερές Ακολουθίες. Ο Ιερός Ναός κατά το διήμερο 10 και 11 Ιουνίου θα παραμένει ανοιχτός από τις 7:00 π.μ. έως τις 9:00 μ.μ. και θα τίθενται σε προσκύνηση τα Ιερά Λείψανα της Αγίας Μαρίας και του Αγίου Λουκά.
Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας τον θείο λόγο κήρυξε ο Αρχιερατικός Επίτροπος Αντιγονιδών Αρχιμ. Παύλος Σταματάς, ενώ από νωρίς το πρωί ο υπό κατασκευή Ιερός Ναός του Αγίου Λουκά γέμισε ασφυκτικά από ευλαβείς προσκυνητές και ιδιαιτέρως από όσους συμμετείχαν στους Κύκλους Μελέτης Αγίας Γραφής και στα Εσπερινά Κηρύγματα των ενοριών της Ιεράς μας Μητροπόλεως.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στον αύλειο χώρο της ιστορικής Ιεράς Μονής πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των «Λ’ Παυλείων» η εκδήλωση «Θεία Λατρεία και ζωή». Στην εκδήλωση, η οποία σήμανε και τη λήξη των Κύκλων Μελέτης Αγίας Γραφής και των Εσπερινών Κηρυγμάτων της Ιεράς Μητροπόλεως μας, ομίλησε ο Πρωτοπρ. Γεώργιος Σχοινάς, κληρικός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Την εκδήλωση προλόγισε ο Πρωτοπρ. Νεκτάριος Σαββίδης, Υπεύθυνος του Γραφείου Εξωτερικής Ιεραποστολής και των Κύκλων Μελέτης Αγίας Γραφής της Ιεράς μας Μητροπόλεως.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων κατά την ομιλία του στην εκδήλωση ευχαρίστησε τον εκλεκτό ομιλητή και ανέφερε μεταξύ άλλων: Ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη τιμᾶ καί φέτος τόν ἱδρυτή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τόν μέγα κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, μέ τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τῶν Λ´ Παυλείων, τά ὁποῖα ἔχουν φέτος ὡς θέμα: «Ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
Στό πλαίσιο τῶν φετινῶν Παυλείων ἐντάσσεται, ὅπως κάθε χρόνο, καί ἡ ἐκδήλωση, τήν ὁποία ὀργανώνει ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁλοκληρώσεως τῶν Κύκλων μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἑσπερινῶν κηρυγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτόν τόν χρόνο σέ ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία μας.
Ἡ ἐκδήλωση αὐτή μᾶς δίδει καί φέτος τήν εὐκαιρία νά συγκεντρωθοῦμε κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Παναγίας μας καί τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ καί θαυματουργοῦ, τοῦ ὁποίου ἑορτάζουμε αὔριο τή μνήμη, γιά νά ὠφεληθοῦμε πνευματικά, ἀλλά καί γιά νά ἀνταλλάξουμε σκέψεις καί ἐμπειρίες καί νά γνωρισθοῦμε περισσότερο.
Ἡ ἐπικοινωνία καί ἡ ἐπαφή μας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί πολύ περισσότερο μέ τούς ἀδελφούς μας, μέ τούς ὁποίους μοιραζόμαστε τήν κοινή πίστη καί τήν κοινή ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, εἶναι κάτι στό ὁποῖο μᾶς προτρέπει καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μας.
Γιατί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή, ὅπως γράφει καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, καί ἐμεῖς εἴμαστε μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Eἴμαστε μέλη ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ σώματος. Kαί ὡς τέτοια δέν εἶναι δυνατόν νά μήν γνωρίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά μήν ἐνδιαφερόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, νά μήν ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί κυρίως νά μήν εἴμαστε ἑνωμένοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο.
Αὐτό τό τελευταῖο εἶναι τό πιό βασικό, γιατί ἡ ἑνότητα μεταξύ μας εἶναι ἀπαραίτητη. Δέν γίνεται τίποτε χωρίς αὐτήν. Δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς αὐτήν. Καί ἐάν δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει καί σωτηρία. Ὁ καθένας βαδίζει τόν δικό του δρόμο, καί κανείς δέν ξέρει ποῦ θά ὁδηγηθεῖ.
Ἡ ἑνότητα, λοιπόν, τόσο μεταξύ μας ὅσο καί μέ τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀναγκαία. Τονίζω καί τά δύο, καί μεταξύ μας καί μέ τήν Ἐκκλησία, γιατί ἀληθινή καί πραγματική ἑνότητα μεταξύ μας ὑπάρχει μόνο στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Διαφορετικά ἔχουμε μία ἑνότητα πού βασίζεται στά κοινά ἐνδιαφέροντα, στά κοινά συμφέροντα, στίς κοινές ἀπασχολήσεις, στίς κοινές προτιμήσεις μόνο, προβλήματα ἤ καταστάσεις πού μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων ἀλλάζουν καί διαφοροποιοῦνται. Ἀλλάζουν τά συμφέροντά μας, τά ἐνδιαφέροντά μας, οἱ προτιμήσεις μας κλπ. καί τότε παύει νά ὑφίσταται ἡ ἑνότητα.
Ἄν ὅμως ἡ ἑνότητά μας βασίζεται στήν Ἐκκλησία καί στόν Χριστό, τότε αὐτή παραμένει ἀπαρασάλευτη, διότι, ὅπως ἕνα μέλος τοῦ σώματος παραμένει γιά πάντα ἑνωμένο μέ τά ἄλλα μέλη, τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ ἐμᾶς πού εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», καί εἶναι ἐγγυητής καί τῆς μεταξύ μας ἑνότητος, ἐφόσον βεβαίως ἐμεῖς μέ τίς δικές μας ἐπιλογές δέν ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν μέσα σέ αὐτήν τονίζει καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρός τούς Κορινθίους: «ἐγώ ἐφύτευσα, Ἀπολλώς ἐπότισεν, ἀλλά ὁ Θεός ηὔξανεν».
Δέν ὑπάρχουν ὁμάδες μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅλοι διακονοῦν στό ἴδιο ἔργο καί ὅλοι ἀνήκουμε σέ αὐτό, ἑνωμένοι μέ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
Αὐτή ἡ ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία ἐκφράζεται κυρίως μέ τή θεία λατρεία καί κατ᾽ ἐξοχήν μέ τή θεία Λειτουργία. Αὐτό εἶναι εὔκολα κατανοητό γιά πολλούς λόγους. Ὁ πρῶτος καί προφανής εἶναι ὅτι ἡ θεία λατρεία συγκεντρώνει ὅλους τούς πιστούς σέ ἕναν χῶρο, στόν ναό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι συγχρόνως, ὅπως λέμε, καί «οἶκος τοῦ Θεοῦ». Ἡ συνύπαρξη σέ ἕναν χῶρο εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητος.
Κατά τή θεία λατρεία ὅμως δέν συνυπάρχουμε μόνο μέσα στόν ναό, δέν καθόμαστε ἁπλῶς ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο, ὅπως συμβαίνει σέ διάφορες ἐκδηλώσεις. Συνυπάρχουμε στόν ναό γιά ἕναν κοινό σκοπό, καί αὐτός εἶναι ἡ προσευχή, ὁ αἶνος καί ἡ δοξολογία πρός τόν Θεό καί ἡ κατάθεση τῶν αἰτημάτων μας.
Καί δέν προσευχόμεθα μεμονωμένα, ὡς ἄτομα. Γίνεται βέβαια καί αὐτό, ἀλλά κατά τή θεία λατρεία προσευχόμεθα ὡς σύνολο, ὡς Ἐκκλησία. Ὁ ἱερέας καί ὁ ἱεροψάλτης ἐκφράζουν τά δικά μας αἰτήματα πρός τόν Θεό, ἐκφράζουν τήν εὐχαριστία καί τή δοξολογία μας, ἐκπροσωπώντας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό ἐνισχύει καί τονίζει τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τή μεταξύ μας ἑνότητα.
Ὑπάρχει καί ἕνα τρίτο ἐπίπεδο, θά λέγαμε, ἑνότητος, καί αὐτό εἶναι ἡ θεία χάρη πού μεταδίδεται ἀπό κοινοῦ σέ ὅλους τούς συμπροσευχομένους κατά τή θεία λατρεία. Ὁ ἱερέας εὐλογεῖ ὄχι κάθε πιστό ξεχωριστά ἀλλά ὅλους τούς παρευρισκομένους μαζί καί μεταδίδει τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ Παναγίου Πνεύματος. «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ … εἴη μετά πάντων ὑμῶν».
Καί ἡ ἑνότητα ἐπισφραγίζεται μέ τή μετοχή μας κατά τή θεία Λειτουργία στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ μετοχή μας στό κοινό ποτήριο τῆς θείας Κοινωνίας ἀνανεώνει καί ἐνισχύει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν καί μεταξύ τους καί φυσικά μέ τόν Χριστό, ἐφόσον καθιστᾶ τόν πιστό σύσσωμο καί σύναιμο μέ τόν Κύριό μας.
Ἡ ἑνότητα ὅμως αὐτή δέν θά ἦταν πραγματική καί οὐσιαστική, ἐάν ἡ θεία λατρεία ἦταν μόνο κάποιες ὧρες τῆς ζωῆς μας, ἐάν ἦταν ἕνα μεμονωμένο, θά λέγαμε, γεγονός. Τότε δέν θά ἦταν πραγματική, γιατί μία ἑνότητα πού διακόπτεται δέν εἶναι ἑνότητα.
Ἀλλά αὐτό δέν ἰσχύει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, διότι ἡ θεία λατρεία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ θεία λατρεία, ὅπως τήν ἔχουν καθορίσει οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μία ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα πού περιβάλλει τήν κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἕνας κύκλος καθημερινός, μέ τόν ὄρθρο, τή θεία λειτουργία, τόν Ἑσπερινό, τό Ἀπόδειπνο, γιά νά ἀναφερθῶ μόνο στίς ἱερές Ἀκολουθίες πού τελοῦνται στόν κόσμο καί στούς ἐνοριακούς μας ναούς. Εἶναι ἕνας κύκλος πού ἀφορᾶ τή ζωή μας, τή φυσική ἀλλά πολύ περισσότερο τήν πνευματική, καί ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο συντηρεῖ τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἀδελφούς του καί μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί χαριτώνει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ὁδηγώντας τον στή σωτηρία.
Θά μποροῦσε βέβαια νά πεῖ κανείς ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μετέχουμε σέ τέτοιο βαθμό στή θεία λατρεία, δέν εἶναι δυνατόν νά μετέχουμε σέ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀσφαλῶς ἡ ἔνσταση εἶναι δικαιολογημένη. Οἱ ὑποχρεώσεις μας καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας εἶναι φυσικό νά μήν μᾶς τό ἐπιτρέπουν. Τό βασικό ὅμως καί τό ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας καί κυρίως γιά τήν πνευματική ζωή μας εἶναι νά κατανοήσουμε καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ θεία λατρεία καί ἡ συμμετοχή μας σέ αὐτήν δέν εἶναι μία τυπική ὑποχρέωση, πού τήν ἐκπληρώνουμε ὅποτε μποροῦμε. Εἶναι ἡ εὐκαιρία τῆς συναντήσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν Θεό. Εἶναι ἡ εὐκαιρία νά λάβουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά μᾶς ἐνισχύσει καί στόν πνευματικό μας ἀγώνα ἀλλά καί στήν καθημερινή μας ζωή, στά προβλήματα καί στίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουμε στήν προσωπική καί τήν οἰκογενειακή μας ζωή, στό ἐπάγγελμά μας καί στίς ἄλλες ὑποχρεώσεις μας.
Γι᾽ αὐτό καί θά πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά μετέχουμε στή θεία λατρεία, ὄχι ἁπλῶς νά παρακολουθοῦμε τίς ἱερές Ἀκολουθίες, οὔτε ἁπλῶς νά πηγαίνουμε ὅποτε τελειώσουμε τίς δουλειές μας, καί ἀντί νά εἴμαστε συγκεντρωμένοι καί προσευχόμενοι, νά σκεφτόμαστε τί θά κάνουμε στή συνέχεια ἤ ἔστω πώς θά ἀντιμετωπίσουμε τά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν ἤ πολλά ἄλλα, πού συχνά μᾶς ὑποβάλλει καί ὁ πονηρός γιά νά ἀποσπάσει τόν νοῦ καί τήν προσοχή μας ἀπό τή θεία λατρεία καί νά μᾶς στερήσει τελικά τή θεία χάρη.
«Ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τόν ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί κἀγώ ἐν μέσῳ αὐτῶν». Ὅπου εἶναι συγκεντρωμένοι δύο ἤ τρεῖς στό ὄνομά μου, λέγει ὁ Κύριός μας, ἐκεῖ εἶμαι καί ἐγώ, ἀνάμεσά τους. Καί ὅταν εἶναι ἀνάμεσά μας ὁ Χριστός, ὅταν εἶναι ἀνάμεσά μας αὐτός πού εἶπε ὅτι εἶναι ἡ Ζωή, τότε λαμβάνουμε καί ἐμεῖς ζωή ἀπό τή ζωή πού μᾶς προσφέρει. Τότε ἐπιθυμοῦμε νά μετέχουμε ὅσο τό δυνατόν περισσότερο στή θεία λατρεία, καί τό αἰσθανόμαστε ὡς ἀνάγκη, ὅπως αἰσθανόμαστε ἀνάγκη καί τό νά ἀναπνέουμε.
«Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἄρειο Πάγο, κηρύττοντας τόν Χριστό στούς Ἀθηναίους. Μέσα στόν Χριστό ζοῦμε καί κινούμεθα καί ὑπάρχουμε. Καί ἐφόσον ὁ Χριστός εἶναι μέσα στή θεία λατρεία, ἐκεῖ θά πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά εἴμαστε καί ἐμεῖς.
Θά πρέπει ὅμως νά ἐπιδιώκουμε καί κάτι ἀκόμη. Θά πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά διατηροῦμε καί νά μεταφέρουμε τήν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας λατρείας καί ἐκτός τοῦ ναοῦ, στό σπίτι μας, στό γραφεῖο μας, στήν οἰκογένειά μας, καί ὅπου συνεχίζει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τήν ἡμέρα του. Νά προσπαθοῦμε νά διατηροῦμε αὐτή τή χάρη καί τήν χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί νά μήν τήν χάνουμε, κάνοντας ἐπιλογές καί πράγματα πού τήν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ψυχή μας καί ἀπομακρύνουν καί ἐμᾶς ἀπό τόν Θεό.
Αὐτό θά πρέπει νά προσπαθοῦμε νά κάνουμε, μέ τήν προσευχή μας, μέ τή μελέτη καί μέ τόν ἀγώνα μας: νά ζοῦμε ἐφαρμόζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά διατηροῦμε τήν ψυχή μας καθαρή γιά νά μπορεῖ νά παραμένει μέσα μας αὐτή ἡ θεία χάρη του.
Σήμερα ἔχουμε τή μεγάλη εὐλογία νά πραγματοποιοῦμε τή λήξη τῶν Κύκλων μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἑσπερινῶν κηρυγμάτων τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως μέσα στόν χῶρο αὐτόν τῆς Παναγίας καί τοῦ ἁγίου Λουκᾶ. Καί ἔτσι ἐκτός ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού λάβαμε ἀπό τή θεία Λειτουργία τήν ὁποία τελέσαμε τό πρωί, ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά λάβουμε καί τή χάρη τῶν ἱερῶν λειψάνων τόσο τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ὅσο καί τῆς ἀφθάρτου χειρός τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, τῆς μυροφόρου, καί τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τά ὁποῖα ὑποδεχθήκαμε χθές, προερχόμενα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά νά συνεορτάσουν μαζί μας τήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς μας Μονῆς ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ καί θαυματουργοῦ.
Ἕχουμε τήν εὐλογία νά ἔχουμε ἀφενός τά Λ´ Παύλεια ὅλον αὐτόν τόν μήνα, ἀλλά παράλληλα νά ἔχουμε καί τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν ἔλευση τοῦ χαριτοβρύτου λειψάνου τοῦ ἁγίου Λουκᾶ στή Μητρόπολή μας καί στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Δοβρᾶ.
Σᾶς καλωσορίζω καί πάλι ὅλους μέ πολλή χαρά, καί ἰδιαιτέρως καλωσορίζω καί εὐχαριστῶ τόν πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Σχοινᾶ, ὁ ὁποῖος ἀποδέχθηκε τήν πρόσκλησή μας καί ἦλθε ἀπό τήν Ἀθήνα γιά μᾶς, γιά σᾶς νά μᾶς ὁμιλήσει. Τό θέμα του εἶναι: «Ἀπό τή θεωρία στήν πράξη».
Τόν εὐχαριστῶ, διότι εἶναι ἕνας δόκιμος ἱεροκήρυκας μέ πολλή ἀγάπη, ἀγαπητός στόν κόσμο, καί στήν ἐνορία του καί πέρα ἀπό αὐτήν, καί σήμερα ἔχουμε καί ἐμεῖς τή χαρά νά τόν ἔχουμε κοντά μας καί νά μᾶς ὁμιλήσει γιά τό ὄντως πολύ ἐνδιαφέρον αὐτό θέμα.
Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ πού εἴχατε τήν καλωσύνη νά ἀνταποκριθεῖτε στό κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἐπισκόπου καί νά εἴμαστε ὅλοι ἐπί τό αὐτό, νά προσευχηθοῦμε καί νά συμπνευματισθοῦμε καί νά ζητήσουμε τή χάρη τοῦ Κυρίου μας, τῆς Παναγίας μας καί τῶν ἁγίων μας, τοῦ ἁγίου Λουκᾶ καί τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.