Του Αναστάσιου Βασιάδη
Η έντονη κινητικότητα που καταγράφεται από τους πολιτικούς σχηματισμούς, εν όψει των ευρωπαϊκών εκλογών της 9ης Ιουνίου, είχε ως αποτέλεσμα πλην άλλων, να περάσει χωρίς κάποια ιδιαίτερη επισήμανση η Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Γιατρού η οποία ορίστηκε να τιμάται στις 19 Μαϊου μετά από πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ένωσης Γενικής - Οικογενειακής Ιατρικής.
Η ημέρα αυτή, αποτελεί μια αφορμή αναγνώρισης και ενίσχυσης του κεντρικού ρόλου που πρέπει να διαδραματίζει ο Οικογενειακός Ιατρός στην παροχή εξατομικευμένης, ολιστικής και συνεχούς φροντίδας υγείας των πολιτών.
Αυτή είναι η κυρίαρχη αποστολή του Οικογενειακού Ιατρού ως πρωταρχικού παράγοντα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1978 στη διακήρυξη της Άλμα Άτα, στην οποία αποφασίστηκε ότι «η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι βασική φροντίδα εδραιωμένη σε επιστημονικά ορθή πράξη και κοινά αποδεκτές μεθόδους και τεχνολογίες που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειές στην κοινότητα, με πόρους που εξασφαλίζει η κοινωνία και η εκάστοτε χώρα».
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ στην εποχή των κρίσεων, αναδεικνύεται η μοναδική αξία της ποιοτικής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς που αποτελεί και την θεμελιώδη βάση υπόστασης του Οικογενειακού Ιατρού.
Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται με την διακήρυξη της UNESCO, σύμφωνα με την οποία «η ποιοτική σχέση ιατρού-ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη ανθρώπινη συνιστώσα για την υγειονομική περίθαλψη του πολίτη, καθώς παρέχει πολλαπλή στήριξη στην κατάσταση της αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας που προκαλεί η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή, ενώ συμβάλλει στη βελτίωση των διαδικασιών διαγνωστικού προσανατολισμού και θεραπείας, που με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξατομίκευσης και σεβασμού».
Εκ των ως άνω καθίσταται αυταπόδεικτος ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται να δαδραματίσει ο Οικογενειακός Γιατρός ως στυλοβάτης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του οποίου η υπόσταση εξαρτάται άμεσα από την αρχή της σχέσης Ιατρού – Ασθενούς.
Κατόπιν τούτου και με το δεδομένο ότι η σχέση Ιατρού-Ασθενούς και κατά συνέπεια η υπόσταση του Οικογενειακού Ιατρού, υπόκεινται διαρκώς σε αλλοιώσεις που απορρέουν από διάφορες επιδράσεις πολιτικού, οικονομικού, τεχνολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθίσταται απαραίτητη η προστασία και η ενίσχυση τους.
Αυτή η αναγκαιότητα επαναβεβαιώνεται συνεχώς μέσω της αναντικατάστατης σχέσης εμπιστοσύνης, φιλίας, ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης, που διαμορφώνεται μεταξύ ιατρού και ασθενούς με την πάροδο ετών και κάτω από δυσχερείς συνθήκες αγωνίας, πόνου, ανασφάλειας και λύτρωσης, όπως αυτές που βίωσαν οι κοινωνίες κατά την διάρκεια της πρόσφατης επιδημικής κρίσης
Αυτές οι συνθήκες είναι που καθιέρωσαν στην κοινωνική αντίληψη την έννοια του «οικογενειακού ιατρού», πολύ πριν αποφασίσει η πολιτεία να ασχοληθεί με την θεσμοθέτησή του.
Τα νομοθετήματα με τα οποία διαχρονικά επιχειρήθηκε να καθιερωθεί ο «Οικογενειακός Ιατρός» ως θεσμός της πολιτείας, εφαρμόστηκαν επισφαλώς ή δεν εφαρμόστηκαν ποτέ .
Και αυτό διότι οι συντάκτες των νομοθετημάτων επιχείρησαν να θεσμοθετήσουν την υπόσταση του Οικογενειακού Ιατρού αποκλειστικά με λογιστικά κριτήρια, χωρίς να λάβουν υπόψη τους την αναντικατάσταστη σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Η προ ετών νομοθετική αντικατάσταση του όρου «Οικογενειακός Ιατρός» με αυτόν του «Προσωπικού Ιατρού», δεν προσδίδει κάποιο διαφορετικό περιεχόμενο στον θεσμό, ώστε να χαρακτηρίζεται πρωτότυπος και να διαφέρει από τον ορισμό που δόθηκε σε όλα τα σχετικά νομοθετήματα που προηγήθηκαν διαχρονικά
Η πρακτικές που είχαν νομοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια από την πολιτεία, για τον πολίτη της οικονομικής κρίσης και της φτωχοποιημένης κοινωνίας, που βρέθηκε ανυπεράσπιστος μπροστά στον επιδημικό κίνδυνο, με το δίλημμα να «επιλέξει σε ορισμένο χρόνο οικογενειακό ιατρό, εκ του περιορισμένου αριθμού των υποδεικνυομένων που δεν γνώριζε», ήταν αναμενόμενο εκ των πραγμάτων να αποτύχουν.
Ο πολίτης που βιώνει μια νέα οικονομική κρίση με την εκτίναξη του τιμαρίθμου σε βασικά προϊόντα διαβίωσης, εκφράζει δικαιολογημένα την ανασφάλεια που τον διακατέχει μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νόσησης του, στις δαπάνες της οποίας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει εξ ιδίων, ενώ η κάλυψη από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας παραμένει επισφαλής.
Η απροκάλυπτη υπόδειξη εκ μέρους της πολιτείας προς τον πολίτη, να παραμερίσει τον ιατρό που εμπιστεύονταν και με τον οποίον επί χρόνια είχε οικοδομήσει τις μοναδικής αξίας σχέσεις ιατρού-ασθενούς, δεν αποτελεί παρά συνέχεια μιας σειράς ανεφάρμοστων επιλογών, που ατυχώς δεν έχουν αποφέρει την αναγκαία γνώση και κρίση.
Η πολιτεία με το νομοθέτημα περί «Προσωπικού Ιατρού» παραμερίζει το γεγονός ότι, ο σημερινός πολίτης είναι επαρκώς εκπαιδευμένος να αναγνωρίζει τα πρώιμα συμπτώματα μιας βαριάς νόσου που τον απειλεί και καταφεύγει έγκαιρα στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό.
Με αυτό τον τρόπο σώζονται ζωές, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος και αποτρέπονται βαριές νοσήσεις και αναπηρίες που πλην άλλων επιφέρουν και βαρύτατο οικονομικό κόστος.
Η πολιτική ηγεσία ωστόσο εμμένει στην αντίληψη ότι ο ασθενής πρέπει πρώτα να επισκέπτεται τον θεσμοθετημένο «Προσωπικό» Ιατρό του συστήματος, ο οποίος εν προκειμένω προβλέπεται να λειτουργεί ως ένα είδος θυρωρού (gate keeper), που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να τον παραπέμπει στον κατά περίπτωση ειδικό ιατρό, ο οποίος και θα μεθοδεύει τις απαιτούμενες εξειδικευμένες εξετάσεις, τις θεραπείες, τις νοσηλείες και τα χειρουργεία σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια νοσοκομεία.
Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι αυτονόητες και έχουν επαρκώς και κατ’ επανάληψη διατυπωθεί από τους Φορείς της Ιατρικής Κοινότητας, με αποφάσεις συλλογικών οργάνων, εισηγήσεις και παρεμβάσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Χρέος της πολιτείας είναι να θεσμοθετήσει τον Οικογενειακό Ιατρό ή εν προκειμένω τον «Προσωπικό Ιατρό», σύμφωνα με τις πραγματικά απαιτούμενες προδιαγραφές, να παραμερίσει τους λογιστικούς πειραματισμούς στον χώρο της Υγείας και να αποδώσει στους πολίτες αυτό που πραγματικά τους ανήκει και για το οποίο έχουν πληρώσει αδρά και εξακολουθούν να πληρώνουν εκ του υστερήματος τους, δια των ασφαλιστικών τους εισφορών και της φορολογίας.
Μέχρι να υπάρξει θεσμική ανταπόκριση σε αυτό το καίριο κοινωνικό αίτημα, ο «Προσωπικός Ιατρός» απλώς θα συντροφεύει τους μέχρι τώρα «Οικογενειακούς Ιατρούς», στα αραχνιασμένα συρτάρια των ανεφάρμοστων νομοθετημάτων.