Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου/mosio@otenet.gr
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο καπετάν Γκόνος που συμμετείχε σε αυτές τις από κοινού επιχειρήσεις έγραψε: «[…] Αρχάς Μαΐου από κοινού μετά του αειμνήστου αρχηγού Παπαδοπούλου απεστείλαμεν εγώ μεν τον εξάδελφό μου Ντίναν Βουδρισλήν ούτος δε τον Κρητικόν καπετάν Γρηγόρη εις γνωστόν μοι εκ των προτέρων Τούρκον τινα μπίνμπασην [χιλίαρχο]. Συνενοηθέντες δε, επετέθημεν ταυτοχρόνως ημείς μεν έσωθεν, ο δε στρατός μετά των αποστελέντων ημετέρων έξωθεν. Εκ δε της επιθέσεως ταύτης εφονεύθησαν μεν 14 κομιτατζήδες, συνελήφθησαν δε αιχμάλωτοι τρείς, εις εκ των οποίων και ο προδότης αντάρτης εξ Αποστόλων. Εννοείται ότι και ούτοι εύρον την αυτήν τύχην των λοιπών. Τοιούτος δ’ υπήρξεν ο πανικός των Βουλγάρων ώστε εγκατέλειψαν εν τη καλύβη ταύτη 35 όπλα, 20 βόμβας, πέντε χιλιάδες φυσίγγια Μάνλιχερ και άφθονα τρόφιμα κατεστραμμένα […]». Συνεχίζοντας ανέφερε ακόμη ότι μη μπορώντας οι Βούλγαροι να στηριχθούν μέσα στον Βάλτο επειδή βομβαρδίζονταν διαρκώς από τον στρατό, το μεν σώμα του Αποστόλ έφυγε αμέσως ολόκληρο, ενώ μόνο ο διάδοχος του, Θόδωρης Λούκα, όρισε να μείνουν δέκα άνδρες μέχρι να κρύψουν τα πολεμοφόδια. Όταν τους αντιλήφθηκαν τα ελληνικά σώματα με δεύτερη επίθεση τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν και οι τελευταίοι, «καταλαβόντες [ημείς] ούτω απάσας τας καλύβας με άφθονον κατεστραμμένον υλικόν».
[Μετά από εκτίμηση αντικρουόμενων πληροφοριών γίνεται δεκτό ότι] το σώμα του καπετάν Νικηφόρου Β΄ προσέβαλε και κατέλαβε τις βουλγάρικες καλύβες «Κορυφή» και «Βόλακα». Κατά τις συμπλοκές εκείνες διακρίθηκε το μικρό σώμα του καπετάν Αποστόλη Ματόπουλου από το Γιδά, που είχε δώδεκα άνδρες από την περιοχή του Ρουμλουκιού-Καμπανίας-Γιαννιτσών. Οι άνδρες του εισήλθαν από κάποιον κλάδο (αγώϊ) του Αλιάκμονα που εξέβαλε στη λίμνη, πλησίασαν τις βουλγάρικες καλύβες σε απόσταση πενήντα μέτρων χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, διότι οι κομιτατζήδες γλεντούσαν και ήταν μεθυσμένοι. Οι Έλληνες πυροβόλησαν ξαφνικά και προκάλεσαν σύγχυση στους αντιπάλους. Όταν οι Βούλγαροι άρχισαν να βγαίνουν για να πιάσουν θέσεις άμυνας στο πρόχωμα, υπέστησαν απώλειες από τα ελληνικά πυρά που ήταν συγκεντρωμένα στις ανοικτές θύρες των καλυβών. Τότε πληγώθηκε και ο επικεφαλής τους Χρίστεφ. Όσοι απέμειναν από τους αμυνόμενους έβαλαν φωτιά στις καλύβες και έφυγαν, αλλά (μάλλον στην όχθη της λίμνης) δέχθηκαν άλλα πυρά (ίσως από στρατιώτες) και εξολοθρεύτηκαν. Το ελληνικό σώμα είχε δύο νεκρούς (ο ένας, αφού τραυματίσθηκε, έπεσε στο στο νερό και πνίγηκε). Στα χέρια των ανταρτών βρέθηκαν αρκετά λάφυρα σε οπλισμό (17 όπλα Μάνλιχερ, 4 περίστροφα Σμίθ, 1 Γκρά και 18 γιαταγάνια). Μετά απ’ αυτό οι δύο καλύβες επισκευάσθηκαν και στον καπετάν Αποστόλη ανετέθη η φύλαξη της καλύβας «Βόλακα», με συνολική δύναμη 18 ανδρών.
Το Προξενείο Θεσσαλονίκης ενημέρωσε σχετικά ότι στις 2.5.1907 «κατελήφθη υπό του στρατού η ανακαλυφθείσα υπό ημετέρων καλύβη» και στις 11.5.1907 «Εν τη λίμνη Γεννιτσών Εμ. κατέλαβαν κατόπιν μικράς αντιστάσεως πέντε βουλγαρικάς καλύβας εγκαταληφθείσας υπό των κομιτατζήδων, εν αις εύρον περί τους 100 σάκκους αλεύρων, 20 σάκκους άλατος ως και δέρμα βοών και χοίρων».
Με επιστολή της 5.5.1907 ο Φ. Κοντογούρης ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι: «Στρατός εισελθών δια λέμβων λίμνην Γιαννιτσών κατέλαβε βουλγαρικάς τινας καλύβας, αίτινες κατόπιν συμπλοκής μεταξύ ημετέρων και Βουλγάρων είχον εγκαταλειφθή υπ’ αυτών. Επίθεσις στρατού κατά Βουλγάρων εξακολουθεί».
Ο Σάρρος, με ορμητήριο την Κούγκα, περιγράφει στα απομνημονεύματά του τις σκληρές αντεπιθέσεις του από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 7 Μαΐου 1907. Τελικά στις 10 Μαΐου κατέλαβε τη νεόχτιστη καλύβα που οι Βούλγαροι είχαν φτειάξει κοντά στην «Κούγκα».
Ισχυρά οθωμανικά στρατεύματα με την υποστήριξη του πυροβολικού, πραγματοποίησαν στις 8 Μαίου 1907 εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με θωρακισμένες βάρκες στο δυτικό τμήμα της λίμνης. Παράλληλα τμήματα ιππικού εγκαταστάθηκαν σε καίριες θέσεις για να αποκόψουν τα δρομολόγια των ενόπλων σωμάτων. Οι Τούρκοι στη συνέχεια ενήργησαν με πυροβολικό από την ακτή και πεζικό μεταφερόμενο με βάρκες εναντίον των οχυρωμένων καλυβών. Τότε και τα βουλγαρικά και τα ελληνικά σώματα εγκατέλειψαν προσωρινά τη λίμνη, οπότε οι Τούρκοι κυρίευσαν έρημες και άδειες καλύβες, που τις κατέστρεψαν με λύσσα. Η καθολική επικράτηση των Τούρκων στην «επάνω λίμνη» ολοκληρώθηκε, ενώ τα ελληνικά σώματα περιορίσθηκαν αρχικά στο ανατολικό τμήμα της λίμνης και κυρίως στην Κάτω Λίμνη για να την εγκαταλείψουν αργότερα οριστικά. Ο Σάρρος παρέμεινε στην λίμνη μέχρι τις αρχές του Μαίου 1907, όταν παρέδωσε την αρχηγία στον ηλικιωμένο υπολοχαγό οικονομικού Γεώργιο Παπαδόπουλο, γνωστό και ως καπετάν Νικηφόρο Β΄ (διότι ουσιαστικά αντικατέστησε τον Ι. Δεμέστιχα-καπετάν Νικηφόρο). Οι άνδρες των Δεμέστιχα και Σάρρου κρύφθηκαν στα παραλίμνια χωριά, άλλοι διαμοιράσθηκαν στα υπόλοιπα ανταρτικά σώματα κι άλλοι επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Στην επιστολή της 16.5.1907 του «Τέλλου» αναφέρεται ότι: «[…] Γενεύη [= Βάλτος] ελευθερώθη από βρωμερούς [: Βουλγάρους] τελείως. Χρειάζεται όμως πολύ μυαλό δια την ήδη περίπτωσιν και ενδεχομένην ενέργειαν ερυθρών. Πρέπει να παιχθή το κρυφτό εντός της Γενεύης με τους ερυθρούς ούτως ώστε να πεισθούν ότι εκενώθη τελείως χωρίς όμως πραγματικώς να έχη συμβή το τοιούτον. Αι φωληές των βρωμερών πρέπει να χαλασθούν από την ρίζα. […] Εξελθόντες βρωμεροί διεσπάρησαν τήδε κακείσε […]».
Ο Δ. Κάκκαβος έχει περιγράψει την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα των Τούρκων να βομβαρδίσουν τις βουλγάρικες καλύβες και ακολούθως έγραψε για τη δεύτερη και τελική στρατιωτική επιχείρηση των Τούρκων να εκδιώξουν οριστικά τους κομιτατζήδες από τη λίμνη ως εξής: «[…] Μετά πάροδον αρκετού χρόνου θιγείσης εξαιρετικώς της αξιοπρεπείας των ως Κράτους, εφ’ όσον ολόκληροι αγώνες διεξήγοντος εντός της λίμνης, πιεσθέντες ίσως και παρά των ξένων επί των μεταρρυθμίσεων αξιωματικών, ηθέλησαν πράγματι να εκκαθαρίσωσι την λίμνην δια καταλήψεως. Τότε εζήτησαν την συνδρομήν των ημετέρων σωμάτων, αλλ’ ημείς δυσπιστήσαντες εις τας διαβεβαιώσεις των τουρκικών αρχών εδώκαμεν ένα μόνον εκ των οπλιτών του σώματος, εμπειρότατον εις τα της λίμνης […] Παπαδάκην Γρηγόριον, Κρήτα, άριστον εθνικόν εργάτην, και τινας χωρικούς εκ των παραλιμνίων χωρίων, γνώστας του εσωτερικού της λίμνης. […] Ο στρατός περικύκλωσε και πάλιν την λίμνην ολόκληρον, τμήμα σ’ αυτού μετά χωρικών επιβάν πλαβών φερουσών χαλύβδινον προάσπισμα εις την πρώραν προς προστασίαν των εν τη πλάβα οπλιτών, ήρξατο προβαίνον εις έρευναν προς ανακάλυψιν ενόπλων. Προ της ενάρξεως όμως της ερεύνης καί επί ώραν ολόκληρον διεξήχη σφοδρώτατος τυφεκιοβολισμός άνευ ωρισμένου στόχου εις βαθμόν ώστε εγέννα την εντύπωσιν της σφοδροτέρας μάχης. Τούτο επέδρασεν ηθικώς επί των κομιτατζήδων, οίτινες πτοηθέντες ηναγκάσθηκαν να εγκαταλίπωσι τας καλύβας και ν’ απέλθωσι λάθρα εις τα χωρία των, παρ’ όλον τον στενόν στρατιωτικόν αποκλεισμόν. Το τμήμα το επιβάν των πλαβών κατόρθωσε τη οδηγία του Παπαδάκη να περιέλθη ολόκληρον την λίμνην και να καταλάβη τας πλείστας των καλυβών. Αλλ’ ως συνέβαινε συνήθως η ζωηρότης της καταδιώξεως των τουρκικών αποσπασμάτων διετηρήθη επί μίαν ή δύο ημέρας και κατόπιν απήλθον έφυγαν, εγκαταλείποντας τη λίμνη και πάλι στη διάκριση των ένοπλων σωμάτων. Οι κoμιτατζήδες εισήλθον και πάλιν υπό το πρόσχημα των αλιέων και ούτω επανελήφθη η κατοχή της λίμνης υπό των ημετέρων επί του ελληνικού τμήματος και υπό κoμιτατζήδων επί του ΒΔ τμήμα αυτής […]». Επίσης έγραψε: «[…] Μάϊος 1907 […] Οι Τούρκοι περικυκλώσαντες την λίμνην επεδίωξαν να καταλάβωσιν ταύτην, αλλά μεταμεληθέντες την εγκατέλειψαν […]».
Φωτ. Ένοπλος Έλληνας πυροβολεί από καλύβα της λίμνης