Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Πολλοί άνθρωποι, φίλοι αναγνώστες, που δεν έχουν μελετήσει τα θρησκευτικά ζητήματα, καλά, θέλοντας, όμως, να καταδικάσουν τη θρησκεία, ακόμα έχουν πρόχειρη δικαιολογία.
Να, λένε, η θρησκεία ζητάει να πιστεύουμε χωρίς να ερευνούμε. Πώς μπορούμε να την ακολουθήσουμε, αφού έχει για δόγμα της το «Πίστευε και μη ερεύνα;».
Πρώτα-πρώτα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε πως δεν είναι δόγμα της θρησκείας μας αυτή η φράση. Σε κανένα Ευαγγέλιο και σε κανένα χωρίο της Αγίας Γραφής δεν θα τη βρούμε γραμμένη. Το πίστευε και μη ερεύνα, αν δεν είναι εφεύρεση εχθρών της θρησκείας μας, ίσως είναι εφεύρεση μερικών απλών και αμαθών. Γιατί ποτέ κανείς δεν υποστήριξε σοβαρά αυτό το δόγμα και ποτέ κανείς δεν θέλησε να αποκλείσει την έρευνα από το χώρο της θρησκείας.
Παρά ταύτα, η συκοφαντία αυτή είναι αρκετά διαδεδομένη, πράγμα που συμφέρει αυτούς που έχουν το σκοπό τους να πολεμούν τη θρησκεία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όταν λόγου χάρη ο Απόστολος Θωμάς ζήτησε να δει με τα μάτια του και να πιάσει με τα χέρια του τον Αναστάντα Κύριο, ο Χριστός δεν του στέρησε αυτήν την επιθυμία. Γιατί: Αφενός μεν έδινε μια ατράνταχτη μαρτυρία για το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως Του, αφετέρου δε έδινε την έγκρισή Του στην ανθρώπινη επιθυμία για έρευνα. Θα λέγαμε πως ο Ιησούς Χριστός δεν θέλησε την αχρήστευση της νοητικής μας λειτουργίας και σ’ αυτά ακόμη τα ζητήματα που έχουν σχέση με την πίστη. Πάνω σ αυτή τη γραμμή βάδισε και βαδίζει η εκκλησία και η θεολογία, που ως επιστήμη έχει σχέση με την έρευνα. Τούτο σημαίνει πως, εκ μέρους της θρησκείας μας, δεν υπάρχει καμία αντίρρηση, προκειμένου ο άνθρωπος να ερευνήσει και να στοχασθεί πάνω σε θέματα πίστεως. Ποτέ η θρησκεία δεν θα επιδιώξει να σταματήσει την έρευνα και όπου στο παρελθόν θέλησε να το επιδιώξει, κατακρίθηκε ως νοθεύτρια του γνήσιου Χριστιανικού Πνεύματος.
Άλλο, όμως, πράγμα είναι αυτό και άλλο η αξίωση μερικών να πιστέψουν μόνο σε όσα βλέπουν ή ακούν ή γεύονται ή αγγίζουν. Γιατί, απλούστατα, υπάρχουν μερικά πράγματα στην πίστη, τα οποία είναι αδύνατον να ελεγχθούν από το λογικό του ανθρώπου, αφού ανήκουν στον υπερβατικό κόσμο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν απαγορεύεται από τη θρησκεία η έρευνα. Αποκλείεται από την ανθρώπινη αδυναμία. Ωστόσο, η θρησκεία αφήνει και στα θέματα αυτά διεξόδους για έρευνα, όχι άμεση αλλά έμμεση πηγών.
Έτσι, λόγου χάρη, μας καλεί, βέβαια, να πιστέψουμε στην Ανάσταση του Χριστού. Δεν εμποδίζει, όμως, την έρευνά μας γύρω από το γεγονός, όπως μας το παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια, προκειμένου να ελεγχθεί πρώτα-πρώτα η αξιοπιστία τους και να ακολουθήσει η κριτική τους αξιολόγηση, με βάση φιλολογικά, ιστορικά, ψυχολογικά και άλλα δεδομένα, που δυναμώνουν την πίστη μας.
Μας μιλάει η θρησκεία μας για την παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Δεν μας εμποδίζει, όμως, να ψάξουμε για να κατοχυρώσουμε ιστορικά την προσωπικότητά του, προσφεύγοντας ακόμη και σε ειδωλολατρικές πηγές, για να είναι αδιάβλητη έρευνά μας.
Μας κάνει λόγο η θρησκεία μας για την μετά θάνατο ζωή. Δεν αποκλείει, όμως, να ζητήσουμε στηρίγματα για περισσότερη κατοχύρωση της μεταφυσικής αυτής αλήθειας, στη συγκριτική θρησκειολογία, στην ψυχολογία, στην λογική.
Συνεπώς, η ανθρώπινη έρευνα πάνω στα θέματα πίστεως, παίζει ένα δευτερεύοντα, επικουρικό λόγο, που η θρησκεία δεν τον αρνείται.
Ας μην ξεχνάμε, φίλοι, αναγνώστες, ότι η πίστη αρχίζει από εκεί που τελειώνει η γνώση. Και ότι η πίστη ανήκει πρωτίστως στην καρδιά και όχι στο μυαλό.