Υπήρχε ένα απόμακρο εκκλησάκι εκεί πέρα,
μοναστήρι
εγκόσμιας πίκρας.
Στα καμπαναριά οι καλόγεροι προσεύχονταν
ανεμίζοντας δάφνες.
Βουτηγμένη στο κόκκινο αιμορραγούσε η μνήμη,
ζητώντας γονατιστή
ελεημοσύνη απ` το ΠΑΡΟΝ.
Ημιμαθείς άνθρωποι με τιράντες
και βαρύ φορτίο εύθραυστης αθωότητας
αναρωτιόνταν πως «λύνεται» το ΧΘΕΣ.
Μετρούσα όσα άστρα μπορούσα τότε.
Να προλάβω την επέτειο της βελτίωσης του καιρού,
γιατί μεγάλωσα αυτοδίδακτος,
καθισμένος στην τραπεζαρία των θαυμάτων.
Είχα το Νου μου
στον Χρόνο
που πέρναγε απ` τα παράθυρα.
Έτσι, καιρό ξεχάστηκα
κοιτάζοντας το πλοίο που ταξίδευε την ΤΥΧΗ
στην
«θάλασσα των ερωτηματικών».
Πόσες λέξεις κρυώνουν έλεγα;
Πόσες αποφεύγουν τα ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ;
Ποιες κλειδώνονται στην μοναξιά;
Ποιες νοσταλγούν την αλφαβήτα των ελπίδων;
Ποιες γκρινιάζουν στις εφημερίδες;
Πριν απ` τα καθήκοντα επιστασίας του καιρού
ρωτούσα…
Ο ουρανός τίνος είναι;
Πως δεν φοβούνται τα μοναστήρια την μοναξιά;
Θυμάμαι που γυρόφερνα σε ετοιμόρροπες ερωτήσεις
και τις κόκκινες τελείες της νύχτας,
Τότε,
τον καιρό που δοξάζονταν τα αινίγματα.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Σ’ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ…
Γιάννης Ναζλίδης
4 Μαΐου 2024